31.12.09

Το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα...



Αταίριαστες σκέψεις στη σειρά. Προσπάθειες να ξεγελάσω την αλήθεια μου. Να την ντύσω. Να της φορέσω τα καλά της για τη σημερινή γιορτινή (;) βραδυά. Δίχως πολλά φτιασίδια για να την αναγνωρίσεις…

Ανοησίες, νομίζεις πως εκφράζεσαι!

Μη… Άσε τα υφάσματα. Μη σου λέω. Σταμάτα τις σκέψεις. Μη... Κρύψτες σε μια ντουλάπα, σε ένα συρτάρι, στο βάθος. Σε ένα βάθος. Την αλήθεια ξέχνα την. Μήπως και σε ξεχάσει κι αυτή. Λίγο τρυφερά αν τη δεις, θα γίνει το κλουβί σου. Γκρίζο κλουβί με μεταλλικό κέντημα.

Ξέχνα κάθε μικρή αλήθεια που σε παίδεψε. Με το χρόνο, αυτόν που αλλάζει απόψε. Κι όταν την δεις μπροστά σου ξανά, να μην την αναγνωρίσεις όσο κι αν πλησιάσει. Σταμάτα να πονάς. Στην καρδιά… Να νιώθεις το τσίμπημα. Το βάρος.

Τα πλάσματα γύρω σου μικρές κατάρες που αναζητούν αγάπη στους κήπους με τα εκατόφυλλα. Που τρυπιούνται από τα αγκάθια τους μα συνεχίζουν να ψάχνουν. Δεν ξέρουν ότι η αγάπη βρίσκεται στν αχνό της νυχτιάς, ψηλά δηλαδή, κι όχι σε κήπους με εκατόφυλλα. Κι ούτε χρειάζεται να το μάθουν ποτέ, μην πήξουν οι ωραίες πληγές τους.

Μολυβένιες καρδιές σε παραδείσους με εκατόφυλλα…



Αλμύρα, ιβίσκοι, άμμος, μικρές πεταλίδες, φοίνικες, στόματα που γυρεύουν καυτά φιλιά, παγωτό σοκολάτα, καπνός, τσιγάρα, ωκεανός από χάδια, κέρινο φως, φεγγάρι, σταλαματιές πόθου, μαρμάρινοι απόηχοι, βελόνια από έλατα στο στήθος, στα μαλλιά.

Παντού δυναμίτες…

Ύπνος με αγκαλιές τα καυλωμένα βράδυα, σεργιάνα σε πόλεις που αγαπάς, κάστρα σκαρφαλωμένα στα σύννεφα, ουρανός βραδινός γεμάτος μαβιές πινελιές, βόλτες μαζί σου. Σου κρατώ το χέρι και η ψυχή μου συνεχίζει να χτυπά.

Όλα έχουν θέση στο Ιμαρέτ της καρδιάς μας. Σ’ αγαπώ…

16.12.09

Eξ επαφής



«Άπλωσε τα πυκνά σου πέπλα,
νύχτα, προστάτισσα του έρωτα, κλείσε τα μάτια των αδιάκριτων,
για να ορμήσει ο Ρωμαίος μου στην αγκαλιά μου
χωρίς κανένας να τον δει και να τον μαρτυρήσει.

Στους εραστές αρκεί το φως της ομορφιάς τους
για να βλέπουν όσο αγαπιούνται· χώρια που ο έρωτας,
τυφλός καθώς τον λένε, προτιμάει το σκοτάδι.

Έλα, νύχτα σεμνή, δέσποινα σεβαστή κατάμαυρα ντυμένη,
και δίδαξέ με πώς θα κερδίσω σ’ ένα παιχνίδι
όπου δυο αμόλυντα κορμιά θα χάσουνε την παρθενιά τους.

Σκέπασε με τον μαύρο μανδύα σου το αίμα μου,
που άντρα δεν έχει γνωρίσει και μου καίει τα μάγουλα,
ωσότου ο άμαθός μου έρωτας να ξεθαρρέψει
και να καταλάβει πως κάθε αληθινή αγάπη είν’ αγνή.»

[Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ανθολόγιο, μτφ Ερρίκος Μπελιές, εκδ. Κέδρος]

7.12.09

Συνομιλίες με τον παγωμένο φεγγάρι του χειμώνα...


Ποτέ δεν ξεχνώ να κοιτώ τον ουρανό κατά τη διάρκεια της ημέρας. Να τον κοιτώ και να συνομιλώ μαζί του. Κάθομαι στην πολυθρόνα μου, και κοιτάζω έξω από το παραθύρι μου. Είναι πάντα εκεί ψηλά. Συνεπής στο ραντεβού μας. Τον χαζεύω και σκέφτομαι όσα έχω αφήσει πίσω στην πολιτεία.

«Πόσες μέρες περπάτησες; Πόσες μέρες περπάτησες, πόσες ώρες, πόσα χρόνια για να βρεθείς μαζί του; Θυμάσαι τι χρώμα είχες στο μυαλό σου και ποια κλωστή ύφαινε τον δρόμο σου προς τα εκεί;».

Χαζεύω τον παγωμένο ουρανό και σκέφτομαι αυτά που έχω αφήσει πίσω στην πολιτεία.

Λίγες μέρες πριν κοιτάζοντας τον, μου φάνηκε ότι είδα ή μάλλον ονειρεύτηκα γιατί ο καυτός ήλιος έκαιγε το βλέμμα, το έπαιρνε και το ταξίδευε σε χρυσαφένια όνειρα. Είδα, μου φάνηκε, τα δυο φτερά ενός αγγέλου πάνω στα βότσαλα μιας παραλίας...

Το βράδυ αποκοιμήθηκα με αυτή την εικόνα. Μου κρατούσες σφιχτά το χέρι και δεν φοβόμουν.


Λίγες μέρες μετά, βρέθηκα σε μια αυλή με έναν μεγάλο φοίνικα. Η θάλασσα τόσο κοντά που αν άπλωνα το χέρι μου θαρρώ θα την άγγιζα. Το βράδυ στα ονείρατα μου, ξαπλώσαμε στην παραλία. Είχε ένα στρογγυλό, ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Ξύπνησα διψασμένη... Μπορεί μια σταγόνα να σβήσει τη δίψα και αν ναι, τότε γιατί πίνουμε τόσο νερό και δεν ξεδιψάμε; Δεν βρήκα νερό εκεί κοντά και άρχισα να κοιτάζω το φεγγάρι, όπως είχα κοιτάξει εκείνο το πρωί τον ήλιο και πάλι με έριξε σε ένα όνειρο, ή μάλλον ξύπνια ήμουν, γιατί θυμάμαι όλες εκείνες τις σκέψεις σαν ζωντανές.

Τις μέρες που το φεγγάρι γεμίζει κατεβαίνω στη θάλασσα, εκεί που εκείνο καθρεφτίζεται στο νερό. Μου άρεσε να το κάνω αυτό. Από μικρή... τότε ακόμη ο χωματόδρομος απέκλειε τις πολυπληθείς επισκέψεις. Όταν το φεγγάρι καθρεφτίζεται στη θάλασσα φτιάχνει ένα μεγάλο φωτεινό μονοπάτι. Πάνω του μπορείς να περπατήσεις χωρίς να χαθείς, γιατί το φεγγάρι πάντα σε βλέπει με το φως του και οδηγεί τον δρόμο σου. Αυτό το μονοπάτι που καθρεφτίζεται στην επιφάνεια της θάλασσας πολλοί το ονόμασαν μονοπάτι της αγάπης, είτε γιατί αγαπήθηκαν με το φως και τις αντανακλάσεις του, είτε γιατί νόμισαν ότι αγαπήθηκαν...


«Με το φεγγάρι μιλήσαμε από χτες που το είδα να γεμίζει». Είπαμε κάτι λόγια όμορφα, και εγώ του υποσχέθηκα σήμερα το βράδυ με τη γύμνια των αγγέλων, να διανύσω το φωτεινό μονοπάτι της αγάπης...

Σε ένα νησί, σκέφτηκα λοιπόν ότι ζούσε ένα αγόρι που κι αυτό μιλούσε με το φεγγάρι. Μπορούσε και το έβλεπε κι αυτό μέσα από το παραθύρι του.

Το φεγγάρι τότε σκέφτηκε ότι εμείς οι δύο μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες νερό, γιατί να μη μας βοηθήσει να μιλήσουμε μαζί...

Το αγόρι δεν ήξερε ότι υπήρχε κι άλλος άνθρωπος τόσο μακριά που του άρεσαν τα φεγγαρολόγια. «Αφού υπάρχει τέτοιο κορίτσι είναι θαύμα...», σκέφτηκε και ρούφηξε με απόλαυση ένα ποτήρι γλυκό κρασί από αυτό έπιναν οι μεγάλοι άντρες όταν είχαν πολλά κέφια ή όταν είχαν πολλές στεναχώριες.

«Στην υγειά του θαύματος λοιπόν», είπε, «που βρίσκεται τόσο μακριά». «Στην υγειά του αγοριού», ευχήθηκα κι εγώ, γιατί τώρα μπορούσα να ακούω ό,τι έλεγε το αγόρι μέσα από το φως του φεγγαριού.

Για να ξεδιψάσω ήπια τη θάλασσα από τον Μπάλο λίγο πιο κάτω στην ίδια πλευρά της Σάμου.

Ήπια την υγειά του αγοριού και προσπάθησα να γράψω λέξεις πάνω στο φωτεινό μονοπάτι του φεγγαριού, εκεί στο δέρμα της θάλασσας που χρύσιζε.

Άλλες έμειναν και άλλες βούλιαξαν...

«Σαν τα κύματα που πάνε και έρχονται το ένα πάνω στο άλλο, αγκάλιασε τις λέξεις που αφήνω πάνω τους και εμπιστεύσου τη συντροφιά τους», είπε το αγόρι.

«Σε λίγο θα κολυμπήσω στο μονοπάτι της αγάπης...», μου ξανάπε και ζήτησε από το φεγγάρι να με ρωτήσει εάν είχε να του στείλει καμιά ευχή...

«Να βγει αγνή και ποθητή από το νερό», είπε το αγόρι και παρακάλεσε το φεγγάρι να μου το στείλει μαζί με ένα φιλί.

«Θα γίνει αυτό που ευχήθηκες», του είπα, «πόσο κοντά όμως βρίσκεται ο πόθος στην αγνότητα», αναρωτήθηκα αλλά δεν ξέρω γιατί το ρώτησα αυτό και δεν ξέρω εάν περίμενα να πάρω απάντηση, αλλά το ρώτησα και παρακάλεσα κι εγώ το φεγγάρι να στείλει στο αγόρι εκεί μακριά ένα φιλί υγρό θαλασσινό με φεγγαρίσια γεύση.

Ξέρει το φεγγάρι από αυτά, γιατί και άλλες φορές έχει κάνει τον αγγελιαφόρο και ξέρει ότι τα φιλιά αυτά τού παίρνουν κάτι από τη γεύση του, είναι αυτά που τα λένε φεγγαρίσια.

«Μ΄ αρέσουν τα αρμυρά φεγγαρίσια φιλιά...»

Άρχισα να μπαίνω στη θάλασσα. «Μα είναι αληθινό αυτό το αγόρι», αναρωτήθηκα, «ή μήπως είναι μια οφθαλμαπάτη»... Το φεγγάρι μού απάντησε με τα λόγια του αγοριού:

«Αληθινός είμαι», είπε το αγόρι, «ακόμη και κάτω από το φως του φεγγαριού είμαι αληθινός, ακόμη και από τόσο μακριά είμαι αληθινός, ακόμη κι αν σου φαίνεται απίστευτο έτσι είναι. Και μου αρέσουν πολύ τα αρμυρά φεγγαρίσια φιλιά».

«Ναι, μάλλον έτσι είναι. Είναι αληθινός», σκέφτηκα και έκανα την πρώτη βουτιά.

«Αν φιλήσεις μια μικρή σταγόνα πριν διανύσει όλο το σώμα και χαθεί στην άμμο, θα έχεις διανύσει την απόσταση ανάμμεσα μας», είπα. «Α ναι! μάλλον την πρόλαβες, εσύ δεν ήσουν;...

Δίψασε λίγο η άμμος αλλά εσύ στ΄ αλήθεια έφτασες εδώ! Σ΄ ευχαριστώ που είσαι κι εκεί κι εδώ και παντού», του είπα.

«Μα κι εσύ με φίλησες και μου άρεσε», μου απάντησε το αγόρι. Δεν ξέρω αν το φεγγάρι έχει αυτιά στ΄ αλήθεια, αλλά εκείνη την ώρα το χαμόγελό του έφτανε μέχρι τα αυτιά... και αυτό είναι αλήθεια.

«Ναι μέχρι και το φεγγάρι χαμογέλασε με τα παιχνίδια μας», είπα. «Το είδες... Είμαι σίγουρη».

«Έχω καιρό να συγχρονιστώ τόσο τέλεια με φεγγάρι.

Διέσχισα το φως, το νερό και σε είδα», είπε το αγόρι.

«Μήπως είμαστε λίγο μάγοι;»

Βγήκα από τη θάλασσα... Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία σκέφτηκα. Όλα όσα ζω είναι αληθινά. Ακόμη κι ο φοίνικας μέσα στην αυλή, κι θάλασσα, και το νησί.

Είναι από τα πιο όμορφα βράδια που έχω περάσει συνομιλώντας με τη βοήθεια του φεγγαριού... με κάποιον που ήταν μακριά σε μία άλλη ακρογιαλιά και χάζευε το ίδιο φεγγάρι...

Το φεγγάρι γεμίζει μόνο μία μέρα τον μήνα. Όλες τις άλλες μέρες μεγαλώνει ή μικραίνει.

Έτσι είναι και η ζωή.

Την επόμενη φορά που θα δείτε γεμάτο φεγγάρι και θα είστε κοντά στη θάλασσα κολυμπήστε στο μονοπάτι της αγάπης, στο φωτεινό μονοπάτι που ζωγραφίζει το φεγγάρι πάνω στην επιδερμίδα της θάλασσα, ζητήστε από το φεγγάρι να μιλήσει μαζί σας.

Και ποιος ξέρει... ίσως όλα να βγουν αληθινά.

4.12.09

Τα χαμένα πορνογραφήματα της Δρ. Ποστ Πουρί


Κι αφού δεν μπόρεσα ποτέ μου να σε έχω, όπως εγώ πόθησα, ούτε καν στο όνειρο, το πανούργο μου μυαλό σκέφτηκε τη θέση σου να πάρει.
Τώρα εγώ είμαι εσύ κι εγώ μια άλλη. Όμορφη και δυνατή, όπως θα μ’ ήθελες. Κι εγώ μέσα από εσένα την αγάπησα, όσο μπορεί καρδιά ανθρώπου ν ‘αγαπήσει.
Τη χάζευα τις νύχτες να κοιμάται γυμνή, στο κρεβάτι της. Λίγο σεντόνι ίσα που σκέπαζε το φύλο της και σαν κλέφτης εγώ, στις μύτες να εισχωρώ στη κάμαρά της να την ξυπνήσω με χάδια και φιλιά όπως κι εσύ με ξύπναγες.
Άλλη φορά πάλι, ονειρεύτηκα πως ταξίδι την επήγα. Σ ‘ ένα μικρό ξενοδοχείο πάνω στην αμμουδιά. Ποια αμμουδιά δεν ξέρω να σου πω. Κι ήταν χαρούμενη σαν το παιδί και γέλαγαν τα μάτια και το σώμα της κι εγώ την λάτρευα ακόμα πιο πολύ.
Ξυπνάγαμε νωρίς να δούμε την Ανατολή. Εκείνη την έβλεπε στον ορίζοντα, εγώ μέσα από τα μάτια της, έτσι όπως έμοιαζε η ίδια με τον ήλιο. Πως θα μπορούσα εσύ, να μείνω ασυγκίνητος από μια τέτοια ύπαρξη; Που όλη φως έλαμπε και τα μάτια της πέταγαν σπίθες να ανάβω το τσιγάρο μου και να την γεύομαι.
Έγινα εσύ και την αγάπησα. Εκείνη που χωρίς εγώ να είμαι, μοιάζαμε. Και την αγάπησα πολύ, όσο μπορεί καρδιά ανθρώπου ν’ αγαπήσει. Χωρίς αρχή και τέλος. Μόνο μέση, μέση, μέση, μέση…
Στην αγκαλιά σου με κράτησα και με νανούρισα με λόγια ερωτικά από εκείνα που δεν συνήθιζες να μου λες. Γευόμουν από το στόμα σου, τα τηγανιτά αυγά που σου τηγάνιζα στο κουζινάκι με τον σκοταγωγό.
Τραγούδια από το στόμα σου, μου τραγούδησα. Αυτά που αρέσαν και στους δυο μας. Σου κράτησε σεκόντο και εγώ που ήμουν πλέον εσύ, χαμογέλαγα κι έλαμπα όπως κι εσύ.
Αυτά ονειρεύομαι κι αφού δεν μπόρεσες ποτέ να μ’αγαπήσεις όπως θέλησα, έγινα εσύ και με λάτρεψα!

Dana Semitecolo

28.11.09

Περί Γραφή


Κεφάλι-Πρόσωπο: Η νομοθετική εξουσία αλλά κι η ταμπέλα "ΝΕΟΝ" που διαλαλεί τη παρουσία και τη ποιότητα του... μαγαζιού.

Το Μυαλό: Το Κεντρικό Επιτελείο. Το Γενικό Αρχηγείο. Όποιος καταλαμβάνει αυτό, αποκτά την απόλυτη πρόσβαση σέ όλα. Ο υπέρ-πάντων στόχος. Ο Υπέρτατος Σκοπός.

Τα Μαλλιά: Η απαραίτητη κουρτίνα του Έρωτα. Σκεπάζει μύχια βλέμματα, προφυλάσσει το λαιμό και κρύβει το άλικο από τα μάγουλα. Μια βρόχη πριν τη καταιγίδα, ένα πεδίο προσκυνήματος.

Τα Μάτια: Δύο μαγικές πύλες για μοναχικούς παραδείσους. Δυό γλυκά φαναράκια απέραντης αγαλίασης και συνάμα δυό προδότες μύχιων σκέψεων. Προθάλαμος... αναμονής.

Τα Φρύδια: Δύο περισπωμένες στην ίδια λέξη. Πολλαπλασιαστές ισχύος και μετασχηματιστές φάσεων και τάσεων.

Τα Βλέφαρα: Τα καπάκια των βάζων με το μέλι ή το γλυκό του κουταλιού. Όταν μισοκλείνουν σκορπούν ...πανικό και προσδοκία.

Η Μύτη: Όμορφος αγγελιαφόρος που μεταδίδει στο Αρχηγείο, ζωτικές πληροφορίες για τη κατάσταση του... θύματος.

Το Στόμα: Εκτελεστικό όργανο υψίστης διαβαθμίσεως. Δυνατό, ζωτικό και εξαίσιο.

Η Γλώσσα: Όπλο! Υπέροχο μα και σκληρό. Καθορίζει την... κυκλοφορία.

Τα Χείλη: Μαγικά πορτόφυλλα. Εισαγωγικα σε όμορφες και πονηρές προτάσεις. Μια κλειστή παρένθεση, ολοκληρωτικού χαρακτήρα, που κλείνει μέσα της όλες τις ευχές.

Τα Αυτιά: Οι τραγανές λιχουδιές, που σε κάποιο πλούσιο γεύμα, είναι απαραίτητες, γιατί ανεβάζουν την όρεξη. Μέσο επιβολής... κυριαρχίας.

Ο Λαιμός: Η βάση στήριξης όλου του δομήματος. Εύγευστος και κυριαρχικά υποτακτικός.

Το Στήθος: Μια εξαίσια σαλάτα του σεφ, σε ένα υπέροχο τραπέζι. Μαγεύει και ξυπνά προσδοκίες για απέραντη αδηφαγία. Δύο τελείες μεταξύ μιας πολύ σοβαρής... πρότασης. Δυό φρουτάκια που φτιάχνουν καλύτερο κόσμο.

Η Κοιλιά: Ο γόνιμος αγρός αλλά κι ο βωμός-στίβος μάχης. Ένα ολοκληρωμένο ποίημα, λυρικό μεστό και λατρεμένο. Μια άγραφη σελίδα για ένα πεινασμένο ποιητή, που έχει μια τρομερή... έμπνευση.

Ο Αφαλός: Σε μια λεία έρημο τραγανής μεστής σάρκας είναι η όαση. Ένα μάτι από ένα κόσμο μυστηρίου και παγανιστικής λατρείας. Μια άνω τελεία στη μέση ενός αριστουργήματος. Κρυψώνα μικρών αγέννητων ιδεών. Μια άποψη περί ηδονής και μια λάγνα περιοχή, που όταν κινείται ρυθμίζει μεγέθη πυρκαγιάς. Ένα απαραίτητο καρύκευμα σε ένα λουκούλλειο γεύμα. Ένα νησάκι που μπορεί να κάνει τον ταξιδευτή να μείνει περισσότερο από όσο νόμιζε πως πρέπει.

Η Ράχη: Συνδετικός κρίκος μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Η άλλη όψη. Στίβος υπέροχων αγωνισμάτων αντοχής.

Το Κοχύλι: Το υπέρτατο αγαθό. Η υπέρτατη πύλη. Η ανεξάντλητη πηγή ζωής και δροσιάς που ξεδιψά και ξαναδιψά ταυτόχρονα. Το ερωτικό θηκάρι και μια υπέρτατη προσδοκία!

Ο Πισινός: Ιδιωτική είσοδος καλά φυλαγμένη και προστατευμένη, με συνδυασμό. Πιπέρι. Καίριο χτύπημα σε μυημένους και μη. Συγχορδία παλμών ασφυξίας. Δυό στρογγυλές σφαίρες επιρροής. Πρόκληση κι υπόσχεση.

Τα Πόδια: Μαγική ερωτική ζώνη με δέκα υπέροχα ...κουμπώματα, στην ερωτική φορεσιά. Δυό εξαίσιες κολώνες, αρχαίου τεχνιτικού ρυθμού. Συνδυασμός παράκαμψης και πηγή ταραχής.

Δαχτυλάκι Μικρό Ποδιού: Μια μικρή "άνευ σημασίας" τρομερά απαραίτητη λεπτομέρεια που καθορίζει το σύνολο!

26.11.09

Mε λένε μοναξιά...



Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών “καλών” καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
ειναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γής – εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Γιά τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει...

Kατερίνα Γώγου

21.11.09

Τραγουδώ το κορμί σου...


Τραγουδώ το κορμί σου
και το κορμί σου δίπλα στο κορμί μου
όπως συστρέφεται αναλύεται και με ομορφαίνει

Tα δυο κορμιά μας τραγουδώ
σάρκες και νεύρα και κόκκαλα
και αναρίθμητους σε σύσπαση μυώνες
τον ιδρώτα τούς χυμούς και το αίμα
το σμίξιμο που από τον κόσμο εκλάπη
το επισφαλές και το σε κίνδυνο διαρκώς
τραγουδώ και τραγουδώ και τραγουδώ
σε κάθε φιλί και χάδι και ανάσα
το αγκάλιασμα το αγέραστο το ρωμαλέο

Tον Έρωτά μας τραγουδώ
τους δυο μας σε Ένα τραγουδώ
και υψώνω
τον Έρωτά μας ριζιμιό του Στίχου μου λιθάρι.

Θεοδόσης Βολκώφ

18.11.09

Μεταμεσονύχτιες ακροβασίες


Ολόκληρη η κοιλιά
μεταμορφώνεται σε κάτι βαθύ
Ένα δάσος με σκιές
Κι ο αφαλός ένα σιωπηλό πνευστό
Όργανο θείο
Για να μαντεύεις τα πράγματα
Στο ρίγος

Κατερίνα Αγγελάκη- Ρούκ

15.11.09

Αναλλοίωτα


Στις άλλες μνήμες
όσες θέλει ας δίνει η φαντασία παραλλαγές.
Στο άφρισμα της θάλασσας
που αγγίζουν τα δάχτυλα των ίσκιων
οδοιπορώντας πάνω στα πλήκτρα των ωρών
ή σε μια πιο σκούρα απόχρωση
που παίρνει ο ουρανός τη νύχτα
καθώς βαθαίνει στον ορίζοντα.

Αλλά σ’εκείνη την εικόνα
που χάιδεψαν τα μάτια μου,
σ’εκείνη τη στιγμή
που μένει ακίνητη στα χείλη μου,
η φαντασία τίποτα δεν έχει να προσθέσει...

Μανώλης Μεσσήνης

14.11.09

Aνάπαυση ψυχής



Λέξη πιο πριν που λάτρευε τη λέξη,
έρωτας μ’ έναν έρωτα αγκαλιά,
φλόγα πιο πριν που γύρευε τη φλόγα,
φωτιά που διαπερνούσε τη φωτιά.

Στάχτη μετά που σμίγει με τη στάχτη,
κάρβουνο μ’ άλλο κάρβουνο μαζί,
καπνός που τον καπνό περιτυλίγει,
σιωπή που ατενίζει τη σιωπή.

Θεοδόσης Βολκώφ

9.11.09

Ρόδινος φόβος


Ἡ ζωή μας ἔχει ἀλλάξει κάπως·
δὲν μένουμε μέσα στὴν πόλη πιὰ
ἀλλὰ στὸν δρόμο γιὰ τὴ θάλασσα.

Τὰ βράδια μᾶς ἀπασχολοῦν
οἱ διαδρομὲς τοῦ φεγγαριοῦ
τὰ φτερουγίσματα στοὺς λόφους
καὶ τ’ ἄλογα ποὺ κατεβαίνουν στὸν νερόλακκο.


Ἂν τελικὰ ἀποφασίσεις νὰ ’ρθεις
θὰ μοῦ κρατᾶς τὴ νύχτα συντροφιὰ
τώρα ποὺ μπαίνει ο χειμώνας
κι οἱ μεντεσέδες τρίζουν στὸ σκοτάδι.

Θὰ μάθεις νὰ προσεύχεσαι
μὲ δύναμη κι ἀπελπισία

καὶ τὸ παράξενο αὐτὸ συναίσθημα
θὰ συνδυάζεται μὲ τὶς σκληρὲς γραμμὲς τῆς φύσης.


Νὰ φέρεις λίγα ροῦχα καὶ βιβλία
κρατοῦν ἀλλιῶς ἐδῶ τὰ ἴδια·
καὶ μὴν ξεχάσεις τὰ κατάλληλα παπούτσια
γιατί ὁ βάλτος εἶναι πίσω ἀπ’ τὸ σπίτι
καὶ τὸν χειμώνα ἔχουμε πολλὲς βροχές.


Σ’ ἀφήνω τώρα· νὰ προσέχεις,
καὶ σ’ ἀγαπῶ πολὺ τὸ ξέρεις.
Σὲ σκέφτομαι στὸν καναπὲ ἐκεῖνο πλάι στὸ παράθυρο
νὰ σκέφτεσαι τὸν χρόνο καὶ τὰ σώματα ὅταν γερνοῦν.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι τῆς φαντασίας πράματα ἐδῶ
δὲν ἔχουμε παρὰ μιὰ δυνατὴ καὶ καθαρὴ αἰωνιότητα
ποὺ δὲν κουράζει, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς πονοῦν
τὰ μάτια σου.


Νὰ κλείσω τώρα τὸ παράθυρο
σηκώθηκε ξανὰ ἀέρας.

Της Μαρίας Λαϊνᾶ

5.11.09

Αντικριστοί Καθρέφτες


Έχουμε πολύ ταξιδέψει
Το σώμα σου κι εγώ
Έχουμε φανταστεί
Όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
Μπορούν να φανταστούν.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

30.10.09

Φούγκα


-Δεν σε φοβίζουν τα κύματα;
-Με ταξιδεύουν στη ρότα σου…
-Κι ο άνεμος;
-Γεμίζει τ’αυτιά μου με τη φωνή σου…
-Κι η πρώτη φθινοπωρινή βροχή;
-Μια κάθαρση για να σε δεχθώ αμόλυντη…
-Κι η απόσταση;
-Μικραίνει τους ενδοιασμούς…
-Και οι μοναχικές νύχτες;
-Αφορμή για ονειρικό ερωτικό σφιχταγκάλιασμα…
-Κι η έλλειψη;
-Γιγαντώνει την επιθυμία…
-Και οι σκέψεις;
-Σου δίνουν ζωή…
-Κι ο χρόνος;
-Προσμονή για την ευτυχία…
-Και οι φόβοι μου;
-Απόδειξη ότι υπάρχεις…

ΜΑΡΗ ΛΙΩΚΗ

28.10.09

Ονειρικές λέξεις


Σαν τα γράμματα φτιαχτήκαν , πάει καιρός πολύς θαρρώ,
επιτέλους είπε η σκέψη , θα’ βρω τρόπο να εκφραστώ.
Στην αρχή ήταν σχηματάκια που παρίσταναν στιγμές ,
ζώα που τα κυνηγούσαν, δόρυ ενάντια σε απειλές.
Τα ζωγράφιζαν στις σάρκες μιας σπηλιάς αλλοτινής,
πέτρα για μολύβι είχαν, ότι ψάχνεις θα το βρεις.
Κι αυτοί οι άνθρωποι οι λίγοι που’ ναι όλων μας η αρχή,
στην καρδιά και στο μυαλό τους είχαν πνεύμα και ζωή.
Ήθελαν να μοιραστούνε αγωνίες και χαρές ,
ν’ αγαπήσουν, να δοθούνε, να ’χουν σκέψεις ορατές.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια κι ανακάλυψαν πολλά,
τη φωτιά να μαγειρεύουν, να μην τρων’ τα πάντα ωμά.
Φτιάξανε και εργαλεία, σμίλευσαν τα υλικά,
σπίτια για να κατοικούνε τα όνειρά τους τα μικρά.
Βήμα - βήμα προχωρούσαν, πότε πίσω πότε μπρος,
από ένας γίνανε δύο, και οι δυο γίνανε λαός.
Κι όσο πιο πολλοί γινόταν, τόσο θέριευε η ευχή,
να μπορέσουν επιτέλους να αποκτήσουν επαφή.
Να είναι ο ένας στην κουζίνα, να είναι ο άλλος στην αυλή,
ραβασάκια να ανταλλάσουν, δίχως ήχος να ακουστεί.
Φτιάξανε λοιπόν τις λέξεις , λέξεις για όλες τις στιγμές,
λέξεις στρογγυλές και αστείες, άγουρες μα και γλυκές.
Λέξεις που ήταν σαν ταξίδι, σ ΄ έσπρωχναν να ονειρευτείς ,
κι άλλες που ήταν σκέτο ξύδι δεν μπορούσες να τις πιείς.
Κάθε γράμμα ένα βαγόνι σε τρενάκι παιδικό,
κάθε τρένο και μια λέξη, φύγαμε να σε χαρώ.
Αγαπώ, αρχή, αυγούλα, άχρονος, αερικό,
άντε πάμε μια βολτούλα με το άλφα για αρχηγό.
Βάθος, βρύση, βέρα, βάρος, βάγια, βάτα, βουητό,
το υπόκωφο το βήτα, πάει καβάλα στον καιρό.
Γέρος, γρύλισμα, γεράνι, γέρμα, γέμισμα, γλυκό,
άτακτο το γάμμα παίζει με το ατίθασο γιο-γιο.
Δώρο, δέντρο, δρυς, αδράχτι, δέσε με να μη χαθώ,
με το δέλτα για σημάδι κάθε δεν, να αρνηθώ.
Έπαινος, ευχή, ευχούλα, εγκαρτέρηση, εαυτός,
έαρ είναι, πλήρες και άγιο και το κατοικεί θεός.
Ζώο ,ζυμάρι ,ζέση, ζήση, ζω, ζευγάς και ζουμερό,
σαν το ζήτα ζουζουνίζει, φτιάχνει η μέλισσα γλυκό.
Ήμαρτον ψυχή μου φτάνει, ήχος, ήβη, ηδονή,
ήμισυ που το μισό του ίσως και να είσαι εσύ.
Θόλος, θύμα, θαύμα, θέλω, θολερό είναι το αλλού,
θήτα του θεού το γράμμα και το σίγμα του παιδιού.
Ιαχή, ιστός ,ιδρώτας, ιλαρό μα και ιερό,
ιδεόγραμμα το γιώτα να ορίζει το κενό.
Κάρμα, κάβουρας και κέδρος, κάβος, κλώνος ο καθείς,
σαν το κάπα κατακτήσεις , Δον Κιχώτης θα γενείς.
Λήθη, λάμψη, λάθρα βιώσας, λέω, λυγμός , λαβωματιά,
με τους ήχους της λατέρνας, λαχταρώ τη γειτονιά.
Μη φωνάζεις, μόνος μένω, μέσα σε όνειρο γλαυκό,
μάνα γη και σ΄ ανασταίνω, πότε θα σε ξαναδώ.
Ναύτης στο κατάρτι επάνω, νεραιδόχορτο κρατεί,
στο νεφέλωμα του νου του, νανουρίζει μιαν ευχή.
Ξάγναντο, ξαγρύπνια, ξάφνου, ξέγνοιαστα σε ξεγελώ,
ξεμαυλίζω, ξεζουμίζω το λεμόνι το ξινό.
Όνειρο, όαση ,ομίχλη, οδοιπόρος , οδυρμός,
ομιλών, ορθώς, οξύνει, ομοούσιος του πατρός.
Παίδες σε παγκάκι παίζουν, τα πεντόβολα πετούν,
παγανίζουν μ΄ άσπρες πέτρες, την παλίρροια αψηφούν.
Ρέω , ραχάτι, ραχατεύω, ρέει το ρείκι στο νερό,
ράθυμος να μπω γυρεύω μες στου έρωτα το ρω.
Σσσς, σιγά, σιμώνει, σάλος, σήμα , σάλτο και σιωπή,
μες στη σιγαλιά της νύχτας με σανδάλι περπατεί.
Τρέχω, τερετίζω, τέρμα, τέρψη, ταίρι, ταιριαστό,
τίκι- τακ κάνει η καρδιά μου, τάχα μου σαν σε αγνοώ.
Ύψιλον, υγρό, υδρία, ύπερος, υλοτομώ, ύμνος,
ύπαρξη, υπερβάλλω, ξύπνιος, δες με, υπνοβατώ.
Φως, φεγγάρι, φεγγαράκι, φέγγε μου να περπατώ,
με φειδώ και φαντασία στ΄ αφανέρωτα να μπω.
Χάδι, χαλαζίας, χρώμα, χάλκινο, χαλκογραφώ,
χάος, χαμόγελο, χαράζω, χαραυγή σε χαιρετώ.
Ψίθυρος, ψεγάδι, ψέγω, ψάχνω, ψαχουλεύω, ψες,
ψέμα, ψηλαφίζω απούσες , στο ψιλόβροχο ψυχές.
Ω, ωραίο, ωριμάζω , ωσάν εύγεστος καρπός,
ώρες -ώρες σε θαυμάζω , ίδιος είσαι ωκεανός.

Έτσι φθάσαμε στο τέρμα με το ωμέγα το στερνό,
που είχε αγκαλιά το άλφα στο τρενάκι για οδηγό.
Λέξη- λέξη απλωθήκαν σκέψεις λόγια ένα σωρό,
γαιτανάκι κι οι ζωές μας μέθυσαν με τον ρυθμό.
Τον ρυθμό μιας ιστορίας που είχε κάποτε για αρχή,
την ανάγκη μιας καρδούλας με την άλλη να ενωθεί.
Κι αν στο δρόμο μπερδευτήκαν τα βαγόνια κι οι οδηγοί,
το κουβάρι ξεδιαλύνει, πάντα η σκέψη εσαεί.

Πηγή: Διαδύκτιο

25.10.09

Ο χορός των μολυβιών


Που να κοιτάξεις τον άνθρωπο που αγαπάς; Εκεί που πεθαίνει - δηλαδή παντού. Στα μάτια, στην καρδιά, στο διάφραγμα που υποφέρει όλες τις ψυχικές δονήσεις, στον αφαλό επίσης που «λύνεται» και «δένεται», στο δέρμα, το βαθύτερο σημείο του σώματος.

Ζωής συμβόλαιο· θέμα του το πάθος. Ένα πάθος που ουδέποτε κοιμάται. Πάθος που στήνει γόνους και απογόνους. Το ιερό μυστικό της ζωής που σε κάθε σελίδα της μαγειρεύεται κάποια συνάφεια.

Μυώ, σημαίνει, κλείνω τα μάτια· κάθε μυητική κίνηση συνεπάγεται κλειστά μάτια, δεύτερη και τρίτη όραση. Έχουμε μια παραλογή μεγάλων διαστάσεων που παριστάνει το μονόφθαλμο ρεαλισμό, καθώς το άλλο μάτι -το εργατικό και φιλόπονο- ακολουθεί φανατικά ένα δραματικό μινύρισμα που μοιάζει με πανανθρώπινο ξόρκι.

Για να «χορέψουν τα μολύβια» προϋποτίθεται αναμονή του αναπότρεπτου, για να αποδοθούν οι συναντήσεις αυτής της πολυκέφαλης συνουσίας πρέπει να προκαταβληθεί ο πένθιμος τόκος του παρελθόντος, για να σχεδιαστεί η παραμικρή χειρονομία η μάνα των λέξεων πρέπει να βγάλει κυριολεκτικά από την κοιλιά της τη νεόκοπη φράση, την άγνωστη αναλογία. «Παντελόνι μαύρο που με την τσάκισή του μπορούσε να ξυριστεί κανείς». «Με μαχαιρώνουν ήσυχα αυτά που έχω να θυμάμαι». «Τι να πεις και τι να μην πεις, θανατώνονται τα λόγια μεταξύ τους». «Κάντο απόψε, το αύριο είναι σαν ποτέ». «Αχ, αγάπη μου, μας είπε ο διάβολος ώρα καλή!».

«Εγώ γεννήθηκα ήμερο ζώο και έγινα θηρίο ανήμερο για μια παλιαγάπη».

Για να στηθούν αυτά τα απίθανα σχέδια σωμάτων και ασωμάτων, πρέπει πριν απ' όλα να διώξουμε από πάνω τους τη σκιά της φολκλορίστικης ηθογραφίας. Στη συνέχεια, οφείλουμε να αντισταθούμε σθεναρά σε κάθε λογής εύκολη μαγγανεία, σε δωρεάν τηλαισθησίες, στον πειρασμό του εξωτισμού και της γραφικής εμπιστοσύνης σε περίαπτα και ματοχάντρες. Δόση επαρκής από σκόρπια αρώματα και γεύσεις αυτού τού κόσμου - μυρωδιά σαν της καμένης ζάχαρης και γεύση κυδωνόφυλλων στο τσάι.

Παρά τα ψυχανεμίσματα και τα εξιλαστήρια τεχνάσματα που υποβάλλει αυτή η παρατεταμένη τελετουργία, τελικά το ένστικτο που ανασαίνει βαριά, επικρατεί και, ανασαίνει πίσω από το κείμενο την αισθανόμαστε υπερβολικά δική μας, οικεία μέχρι παρεξηγήσεως, καρδιογνώστρια μέχρι νοσηρής αδιακρισίας. Με ένα λόγο ολοζώντανη.

Μεταξύ ασωμάτων, θα βγει από το σώμα της κυριολεκτικά κατονομάζοντας κάθε τι άφατο που ιδιάζει στις μικρές και τις μεγάλες ανθρώπινες στιγμές. Κάθε ζωντανός υποστηρίζεται από μιαν ουσία που αγνοεί. Αλλά και κάθε φυτό, κάθε άρωμα, κάθε λαθρόβιο ζωάκι. Η αίσθηση θυμίζει χειρόγραφο που γράφτηκε από αόρατο χέρι.

Τόσα πολλά και μακρόσυρτα για να βγει ένας βαθύς αναστεναγμός; Τόσα και περισσότερα.

Για το γκαβό πουλί ο Θεός χτίζει φωλιά - την οποία θαυμάζουν ή αποστρέφονται όλοι οι ανοιχτομάτηδες.

Πηγή: Διαδύκτιο

22.10.09

Περπατώντας με ένα Σύννεφο


Γνωρίζω για σένα μόνο όσα απαίτησα και όσα αρκέστηκες να μοιραστείς μαζί μου. Η εικόνα του προσώπου σου μου είναι θολή, αλλά ποτέ δε δοκίμασα να αλλάξω το βηματισμό μου δίπλα σου για να σε κοιτάξω στα μάτια. Ούτε να κοντοσταθώ στο πλάι σου και να περάσω τα μαλλιά σου πίσω από το αριστερό σου αυτί. Μεταξύ μας αυτό μπορεί να μην έγινε, επειδή περίμενα πότε θα κάνεις εσύ αυτή την κίνηση. Ξέρεις πόσο λατρεύω το σπάσιμο του καρπού σου που συνοδεύει το μάζεμα των μαλλιών σου πίσω από το αυτί σου. Και το ντροπαλό σου χαμόγελο που σχεδόν αγγίζει το λακκάκι του λαιμού σου, καθώς σκύβεις για να κρυφτείς από τα πειράγματά μου.
Έχουμε περπατήσει τόσο πολύ πλάι πλάι που μπορώ να προβλέψω την κάθε σου κίνηση. Τον τρόπο με τον οποίο θα ελιχθείς ανάμεσα στα εμπόδια που θα φέρει ο δρόμος ή θα σου βάλω εγώ με την αφέλεια μου. Ξέρω πότε θα νιώσεις την ανάγκη να ποτίσεις τα σπλάχνα σου με νερό και πώς θα εκφράσεις τον κορεσμό της δίψας σου βγάζοντας τον πιο σύντομο και γλυκό αναστεναγμό. Ξέρω πότε θα απλώσεις πάνω σου τη μάλλινη ζακέτα και πότε θα την πετάξεις μακριά ανακουφίζοντας το δέρμα και τα πνευμόνια σου.

Θα μου ζητήσεις να ξαποστάσουμε μετά από λίγο και δε θα σου το αρνηθώ. Αντίθετα μάλιστα θα στρώσω το ρούχο μου στο χώμα για να μη λερωθείς. Και θα σου σιγοτραγουδήσω το αγαπημένο σου τραγούδι καθώς πέφτει ο ρυθμός της αναπνοής σου. Ξέρω ότι δε θα σχολιάσεις το φάλτσο της φωνής μου, αλλά θα χαμογελάσεις από την αμηχανία που ρίχνει στα μάτια η αμφιβολία της ανεπιβεβαίωτης αγάπης. Γνωρίζεις πως δε μου αρέσει να τραγουδώ και ότι το κάνω μόνο για σένα. Θα ακουμπήσεις τα δυο σου δάχτυλα στα χείλια μου και θα μου πιάσεις το χέρι. Θα απελευθερώσω τα χείλια μου και θα σε απειλήσω λέγοντας σου πως ο δίσκος έχει άλλα δέκα τραγούδια. Θα γελάσεις δυνατά τινάζοντας πίσω τα μαλλιά σου και κοιτώντας τα ολόλευκα σύννεφα που δίχως σταματημό συνεχίζουν τη δική τους πορεία.

Θα σταματήσω να περπατάω, μόνο όταν κουραστείς, διψάσεις, ή αποφασίσεις ότι δεν επιθυμείς πλέον να συγχρονίζουμε τα βήματα μας στο ίδιο μονοπάτι. Συνεχίζω ύστερα από τόσα χιλιόμετρα που αφήσαμε πίσω μας να απορώ με το σύννεφο που καλύπτει το πρόσωπο σου. Γνωρίζω για σένα όλα όσα απαίτησα και αυτά τελικά είναι λίγα.



Πηγή: Διαδύκτιο

21.10.09

Ο Χριστός σταμάτησε στα χείλη σου


Σε έβλεπα από μακριά, η αμμουδιά είχε πάρει να υγραίνει. Τα διάσημα μπλε του σώματός σου μετρούσαν τη θάλασσα και την έβρισκαν λιγότερη. Στη θέα τους η ζωή μου αιμορράγησε. Τα χέρια σου πια, δύο εξημερωμένα ζώα. Δεν είχαν αυτή την παλιά, γνωστή αίγλη στα ακροδάχτυλα. Τίποτε απ' αυτά δεν ήταν αληθινό.
Θέλω σήμερα να γυρίσουμε απ' την άλλη πλευρά· να πάμε ανάποδα. Θα βάλεις τα δυνατά σου; Φύσαγε Νάξο, στις παρυφές του Αλικού. Ηταν περασμένες οκτώ. Το φόρεμά σου σηκώθηκε ώς το εσώρουχο, που ήταν εκεί, φρουρός αυτής της ακοίμητης λευκότητας. Το ύφασμα έκανε μια χορευτική φιγούρα και υπέστειλε την άκρη του. Ο αέρας σε έγδυνε απαλά. Τα μάτια μου κάηκαν. Η θάλασσα πήρε φως. Καιγόταν. Ποιος έκλεψε το ξύλινο αλογάκι μου από την παραλία;

Προσπαθώ να σε περιγράψω, να διατρέξω το σώμα σου· μοιάζεις με γκρεμισμένο ναό. Κάποτε σε κρατούσα στη χούφτα μου και χωρούσες. Κάποτε, που κάθε βράδυ ήταν βράδυ επιστροφής. Νομίζεις πως μπορείς να αφηγηθείς τα συναισθήματά σου, αλλά δεν μπορείς να τα μεταδώσεις. Τη στιγμή που αρχίζει η διαδικασία κατανόησης από τον άλλον, παύουν να υπάρχουν ως συναισθήματα. Ο έρωτας είναι ένα καλό παράδειγμα γι' αυτό. Παραμένει ανεξήγητος, όπως και τα περισσότερα πράγματα στη ζωή· για να διατηρήσει το απροσπέλαστο της γοητείας του. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να απαντηθεί. Τίποτα. Το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο είναι συγχρόνως και το πιο άσχημο. Αυτό που δεν θα προλάβει ποτέ να ολοκληρωθεί.

Με κοίταξες μέσα απ' τα δίχτυα των ποδιών σου, το ρεύμα τους με παρέσυρε. Η στρογγυλάδα των γλουτών μετέφερε στην κλεψύδρα την ποσότητα της άμμου που χρειαζόταν για να ξαναξεκινήσει. Η πανοπλία μου πνίγηκε. Για ποιο λόγο χαμογελάμε χώρια, βρεχόμαστε χώρια, αναπνέουμε χώρια; Το φεγγάρι βάφηκε κόκκινο, γλίστρησε πάνω σου και έγινε σκόνη. Στα νερά η βαρκάδα φωτίστηκε από τα κεριά του χρόνου. Απέναντι, το βουνό χοροπήδησε.

Με φίλησες. Μάσησα ό,τι αληθινό υπήρξε κάποτε από σένα, πίνοντας σιγά σιγά, με μικρές γουλιές, τα χείλη σου. Πήρα στα δόντια μου όσα εκατοστά παρέμεναν ακόμα ελεύθερα. Κι αμέσως βράδιασε. Γνώριμα, ουσιαστικά, αναπόφευκτα.

Βράδιασε σαν Ελλάδα.

Σταύρος Σταυρόπουλος

17.10.09

Λόγια της στιγμής


Όταν είσαι ερωτευμένος δε μπορείς να κοιμηθείς γιατί η πραγματικότητα είναι καλύτερη από τα όνειρα σου.

Dr. Seuss

13.10.09

Πρόσωπα


Θυμάμαι που τη φώναζαν Ελένη, δώδεκα χρονώ.
Στα δεκαεφτά Μαρίνα.
Δεν ήταν αίνιγμα, λεγόταν Δέσποινα.
Λεγόταν Όλγα Ρίτσα και Νανά.
Φτάσανε χρόνια δύσκολα, μαύρες ημέρες αίμα.
Τότε η Ρωξάνη απόγευμα ήτανε, φαρμακωμένο φώς.
Τον άλλο μήνα Οχτώβρη εχάθηκε. Τρελός
τη γύρευα παντού. Την άνοιξη
την είδα ξαφνικά στον ήλιο και χαρούμενος
τη φώναξα. Δεν ήταν, έστριψε το πρόσωπο
μισό χαμόγελο. Κι οναμαζόταν Έρικα.
Ύστερα μόλεψε ο καιρός.
Ύστερα η νύχτα, έφτασε η Ντόνα, μόνο πού.
Νύχτες πολλές πίσω απ' την πλάτη ένα σκοτάδι ακί-
νητο.
Πήραμε τ' όπλο κατεβήκαμε.
Φραγμένοι οι δρόμοι, η πολιτεία ανάστατη,
φοβέρα, σίδερο. Ήρθανε Σίτσα Μάριτσα
σηκώσανε τα σύρματα. Κι η Ντούτσα απίστευτο
κορμί. Το μονοπάτι ελόξευε ως τη θάλασσα.
Στους άμμους βυθιστήκαμε λεγότανε Φανή.
Λεγόταν Αθηνά και πήγαμε ως την Κόρινθο.
Γυρίσαμε λεγόταν Άρτεμις.
Μετά μισόφωτο η Μελίνα.
Ωραία στο σινεμά στους δρόμους περπατήσαμε.
Σταθήκαμε στο φράχτη και τ' αστέρια χάθηκαν.
Με πήραν πυρετοί κι οράματα με σύρανε
στον τόπο που γεννήθηκα. Θυμάμαι τις φωνές,
ανοίχτε, φώναξα.
Το σπίτι εγιόμισε παντού φτερούγες φτερουγίσματα
πουλιά που τ' άκουγα καιγόμουν στ' όνειρο.
Ήρθε απ' τη Λάρισα η Μυρτώ
Ήρθανε η Δάφνη η Κατερίνα η Δήμητρα.
Μες στο καμίνι όλα τα πρόσωπα
γινήκανε ένα πρόσωπο, κανένα πρόσωπο.
Η πόρτα δίχως μάνταλο κι ήρθες εσύ

μακρί μονόξυλο
μαύρο ποτάμι.

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

11.10.09

Aκόμη κι αν πεις καληνύχτα...


Ακόμα κι αν πεις καληνύχτα
σ'έχω δέσει με έναν όρκο γλυκό
στα περίεργα γαλάζια σου ξενύχτια
σ'όποια πεις, σ'όποιον πω σ'αγαπώ.

Ακόμα κι αν πεις καληνύχτα
και να ζήσω πια μαζί σου δεν μπορώ
στα περίεργα γαλάζια σου ξενύχτια
πάλι θα'ρθεις και θα'ρθω κι εγώ.

Ακόμα κι αν πεις καληνύχτα
πάλι θα'ρθεις και θα'ρθω κι εγώ...

7.10.09

Απόψε...


Απόψε θα ’θελα οι δυο μας, δίχως ρούχα,
μαζί στο ίδιο το κρεβάτι να πλαγιάσουμε.
Δε θα σ’ αγγίξω, σου τ’ ορκίζομαι• μονάχα
θα ζωγραφίσω στο σεντόνι τη λαχτάρα μου
μέσα στα χέρια μου να νιώσω την καρδούλα σου,
τις πιο κρυφές σου επιθυμίες να χαϊδέψω.
Γλυκά κι αθώα να γλιστρήσω στο κεφάλι σου
και να φιλήσω τα ματάκια σου από πίσω
– αφού δεν κάνει από μπροστά να τα φιλώ.
Με χρώματα φανταχτερά, πάνω στο στρώμα,
θα γράφω ποιήματα, τραγούδια, ανοησίες
κάθε λογής, σαν το παιδί που πρωτοπιάνει
μπογιές στα χέρια του και τοίχο δεν αφήνει
που να μη γράψει ό,τι ξέρει κι αγαπάει.
Κι άμα ξεφύγει το μολύβι από το χέρι μου
και σου λερώσει τ’ όμορφο, λευκό σου γόνατο,
μην ταραχτείς• ξανακοιμήσου, κι ενός άγγελου
θα ζωγραφίσω να σ’ αγγίζει τ’ άγιο χέρι,
πάνω στο γόνατό σου (εκεί που σαν παιδί
συχνά θα χτύπησες, θα πόνεσες, θα μάτωσες).
Δε θα σ’ αγγίξω, σου τ’ ορκίζομαι• μονάχα
θα ζωγραφίσω στο σεντόνι τη λαχτάρα μου
μαζί στο ίδιο το κρεβάτι να πλαγιάσουμε.

30.9.09

Tal vez no ser es ser


«Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
Χωρίς να πας να κόψεις το μεσημέρι,
σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς.
Πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους.

Χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι.
Που ίσως άλλοι δε θα δουν να χρυσίζει,
που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει.
Σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,

Χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις.
Απότομος, ερεθιστικός, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου.

Και από τότε είμαι, γιατί εσύ είσαι,
Και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
Και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.»

PABLO NERUDA

29.9.09

Για τα μάτια σου...


Για τα μάτια σου μόνο,για τα μάτια σου
οι καρδιές που χτυπάνε και σεργιάνι δεν πάνε,
αχ, τα μάτια σου !

Για τα μάτια σου μόνο, για τα μάτια σου
οι φωνές που πετάνε κι ένα βλέμμα ζητάνε,
αχ, τα μάτια σου !

Μια ζωή να καίγομαι μόνη
ο δικός σου καημός να με λειώνει.
Τόσα βράδια κι εγώ πάντα μόνη,
ο δικός σου καημός δεν τελειώνει.

Για τα μάτια σου μόνο, για τα μάτια σου
τις βραδιές που σε ψάχνω και για σένα ρωτάω,
για τα μάτια σου !

Για τα μάτια σου μόνο, για τα μάτια σου,
σαν τρελή που γυρνάω και δεν ξέρω που πάω,
για τα μάτια σου !

Μια ζωή να καίγομαι μόνη
ο δικός σου καημός να με λειώνει.

Τόσα βράδια κι εγώ πάντα μόνη,
ο δικός σου καημός δεν τελειώνει.

Για τα μάτια σου μόνο, για τα μάτια σου…

24.9.09

Χωρίς λόγια...


«Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω- αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια, όμως το πρόσωπό σου το κρατώ μες στην ψυχή μου.

Ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου, οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου, τις λέξεις και τις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν από όποιο θέμα κι αν περνώ, όποια ιδέα κι αν λέω.»

Κ.Π Καβάφης

30.8.09

Δεν τραγουδώ παρά γιατί με αγάπησες


Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
γι’ αυτό έμειν’ ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

28.8.09

Αρχέγονον


Κι από το γάλα πιο λευκή,
απ’ το νερό πιο δροσερή,
κι από το πέπλο το λεπτό πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή,
απ’ το χρυσάφι πιο ακριβή,
κι από τη λύρα πιο γλυκειά, πιο μουσική.

25.8.09

Έρωτας...


Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ' τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού.

Τ. Λειβαδίτης-Κιβωτός

19.8.09

Εν λευκώ


Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
γιατί τα βράδια κρύβεστε στο γκρίζο
βλέπω στο άσπρο σας την προβολή μου
και το μετά απ’ το μετά γνωρίζω...

28.7.09

Η νύχτα στο νησί


Ολη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα
στην ηδονή και στον ύπνο
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

Πάμπλο Νερούντα

19.7.09

H μπαλάντα των ουρί



Άλλοι για λίγο ερωτεύονται κι άλλοι για πολύ.
Άλλοι τον Έρωτα πουλάνε κι άλλοι τον αγοράζουν.
Άλλοι με βουρκωμένα μάτια τον σκοτώνουνε
Κι άλλοι βουβοί τον αφανίζουν
Κι ενώ ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
Όλοι ωστόσο δεν πεθαίνουν.

16.7.09

Tal vez no ser es ser


Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
Χωρίς να πας να κόψεις το μεσημέρι
Σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
Πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,

Χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
Που ίσως άλλοι δε θα δουν να χρυσίζει,
Που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
Σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,

Χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
Απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
Καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,

Και από τότε είμαι, γιατί εσύ είσαι,
Και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
Και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.

PABLO NERUDA

9.7.09

Ερωτικό VII



Σαν δελφινάγγελος ξεπρόβαλες,
απ'του φωτοδότη σου,την ιερή μήτρα..

Λουσμένη απ'το φεγγαρόφωτο,
που τις παρειές σου γλυκά χάιδευε
όταν γύρω απλώνονταν οι σιωπές,
Και από της θάλασσας την αρμύρα,
που 'παίζε ντόμινο,
με τις πτυχές του κορμιού σου..

Στα μαλλιά σου,
τα πλεγμένα κοράλλια
μοιάζαν με γη της επαγγελίας..
Στη φωτεινή σου ματιά,
είχες φορεμένη την ελπίδα
και στα χέρια σου,
κρατούσες των μικρών παιδιών,
τα ζαχαρένια όνειρα..

Η καρδιά σου,
άτακτα χτυπούσε στο στήθος σου
και τ' άλικα χείλη σου
μοίραζαν τρυφερά χαμόγελα,
καθώς ξόρκιζαν τις λύπες
μέσα απ'τις καυτές στάλες των δακρύων σου...

Ρόδα στο πέρασμά σου
και μουσικές υψώθηκαν..
Ολόγυμνες ψυχές γύρω σου,
χορό θεσπέσιο σέρνουν..

Σε κάλεσα μ'ενα τραγούδι,
με τα χρώματα της γλυκιάς χαραυγής σε έντυσα
Και με των πουλιών το πρωινό κελάδημα,
σε ονόμασα αγάπη..

Σαγηνεύοντας τον καιρό απ'τις ακμές του
επιμελώς με πλησίασες..
Τον κόκκινο μανδύα σου
ασπίδα άπλωσες στην ψυχή μου,
Και με το υγρό σου χαμόγελο,
-αντίδωρο στα χέρια μου-
τον κόσμο καλοσώρισες μαζί μου...

Του
Νίκου Περάκη

23.6.09

Lollipop



Aφιερωμένο...

Σε θέλω...


Σε θέλω, όπως η βροχή τη γη όταν διψάει. Όπως ο ήλιος την ανατολή. Όπως το σκοτάδι το φως.
Σε θέλω κι ας είσαι κάπου αλλού. Σαν τα πουλιά που αγαπούν την άνοιξη και ψάχνουν να τη βρούνε. Όπως το κύμα θέλει τη στεριά. Όπως η παγωνιά αναζητά τη ζεστασιά.
Σε θέλω δίχως να σου ζητώ τίποτα. Κάθε μέρα όλο και πιο πολύ...

17.6.09

Νύχτα πόθων


Είναι όταν ξυπνούν το σώμα λόγια που δεν λέει το στόμα, λόγια όνειρα που μας φωνάζουν, μας γυρεύουν, μας μοιράζουν, όνειρα. Δεν είναι χάδι ούτε φιλί, καρδιά μου, του πόθου η πρώτη αφορμή κρυφάγγιγμα είναι ξένο, ψέμα στα δυο κομμένο, λέξη παλιά κι αμαρτωλή...
Όνειρα τις νύχτες σε φωνάζουν σε ψάχνουν σε μοιράζουν όνειρα πόθοι π' αφήνουνε σημάδια φωνές μες στα σκοτάδια. Είναι όταν ξυπνούν το σώμα λόγια που δεν λέει το στόμα, λόγια όνειρα που μας φωνάζουν, μας γυρεύουν, μας μοιράζουν, όνειρα.
Δεν είναι βλέμμα σκοτεινό καρδιά μου απο της νύχτας τον βυθό, μια ανάσα που θυμώνει σφυγμός, που δυναμώνει της ζήλια αναφιλητό.
Όνειρα τις νύχτες σε φωνάζουν σε ψάχνουν σε μοιράζουν όνειρα πόθοι π' αφήνουνε σημάδια φωνές μες στα σκοτάδια...

15.6.09

Μικρό μου γιασεμί


Μικρό μου γιασεμί μπράτσα θα σου χαρίσω. Tις νύχτες αγκαλιά να ‘χεις κλαριά να κρύβεσαι. Σαν αργαλειού μια σαϊτιά, καυτό αγέρι θα μαι. Xαλί το σώμα κάνε, στο χρόνο δρασκελιά.

Aπ’ του λαιμού το δέρμα ανασαιμιά και γέρμα…

Μικρό μου γιασεμί, χείλη θα σου χαρίσω να στάζουν δειλινά. Nα ‘χεις φιλιά να πνίγεσαι. Ποτάμι κέρασμα κυλά...

Στου στήθους σου τα κοίλα, λίκνο κι ανατριχίλα, ριγιά, λιγοθυμιά. Σαν αμαρτία θύτες, του ποταμού σου οι κοίτες…

13.6.09

Και τώρα κορμί μου...



Και τώρα κορμί μου
μεταξύ μας...

θα σου γνωρίσω
την προσέγγιση του απείρου.

Από τα βάθη σου
ξεκινούν οι ορίζοντες.

Και οι φωτιές ανάβουν
τη στιγμή της αυτογνωσίας σου.

Τώρα θα σου απονείμω
τις τιμές που σου ανήκουν.

Υφασμένο από άγνωστο ποιητή...

11.6.09

Το ριζικό της επιθυμίας


Στην αρχή ήταν η γκάβλα κι ήτανε τόσο μεγάλη, που πύρωνε τον ήλιο στο μέσο του ουρανού κι έπειτα τον κοκκίνιζε κι άπλωνε τη νύχτα. Και μέσα στη νύχτα φούσκωνε τους αγέρηδες και τους ξαμολούσε έξαλλους.
Ετούτη η γκάβλα ήτανε που άφριζε τα κύματα της θαλάσσης κι έφτιαχνε τις νεροποντές και τους στροβίλους. Αυτή η γκάβλα άνθιζε τα λουλούδια και γέμιζε με φαρμάκι τα ούλα των φιδιών.
Αυτή η γκάβλα ήταν που μια νύχτα έκανε κάποιαν να σταθεί στη ρίζα μιας λεμονιάς και να καρφώσει ένα μαχαίρι στην καρδιά της. Και το άγριο αίμα της γκαβλωμένης έτρεξε στη ρίζα του δέντρου. Και πέθαινε και σπαρτάραγε το μουνί της από τη γλύκα. Και σε λίγες μέρες πρωτοκάρπισαν τα μελένια λεμόνια.
Ήταν κάτι λεμόνια όμοια με τα υπόλοιπα• έτσι όπως τα έβλεπες πάνω στο κλαδί του δέντρου, δεν μπορούσες να πεις ποια είναι ποια.
Όμως μόλις τα τρύπαγες έσταζαν από μέσα τους ένα διάφανο παχύρρευστο μέλι. Ήτανε όμως τόσο γλυκό, που, σαν το δοκίμαζες, το μέλι από τα μελίσσια σού φαινόταν αλατόνερο.
Κι όποιος το έβαζε στη γλώσσα του εκείνο το μέλι των λεμονιών φαρμακωνόταν τόσο από τη γλύκα, που για μέρες ολόκληρες έχανε το λογικό του και φρένιαζε από την γκάβλα.
Κι όποτε οι άνθρωποι έβλεπαν κίτρινα λεμόνια πάνω στο δέντρο, ορμούσαν και τα κόβανε και τα τρυπούσαν. Κι έσταζαν το τρομερό μέλι πάνω στις γλώσσες τους.
Και τότε ελευθερώνονταν και βγαίνανε στους λόφους και σμίγανε αναμεταξύ τους.
Και τις μέρες των μελένιων λεμονιών δεν είχανε Θεούς και βασιλιάδες.
Ώσπου κάποτε πειράχτηκε ο Θεός, που οι άνθρωποι δεν τον υπολόγιζαν για τούτα τα μελένια λεμόνια. Κι έστειλε τον άγγελό του να κόψει την λεμονιά που τα κάρπιζε.
Για να δείξει στους ανθρώπους πως ήταν δικοί του.
Και μόλις ο άγγελος του Θεού πελέκησε εκείνη τη γλυκολεμονιά, έπαψαν οι άνθρωποι να βρίσκουνε μελένια λεμόνια. Και γυρνούσαν σε άλλες λεμονιές και κόβανε σαν τρελοί τα λεμόνια και τα δοκίμαζαν – μα όλα πια ήταν μάταια.
Και τότε άρχισαν κάποιοι να λένε: η γκάβλα είναι αμαρτία. Κι ακόμη: ο Θεός μάς τιμώρησε για την αχαλίνωτη γκάβλα μας.
Κι οι ιερείς του Θεού είπανε πως ο κόσμος έπρεπε να μετανοήσει. Και κοντά σε αυτούς, κάποιοι άλλοι είπανε πως δεν γίνεται ζωή δίχως αφεντικά.
Κι ο κόσμος σιγά σιγά τα πίστεψε όλα αυτά. Τα μελένια λεμόνια απόμειναν κάτι σαν παλιά δήγηση, κάτι σαν ψέμα που λέμε για να γλυκάνουμε τον ύπνο μας.

Του θανάση Τριαρίδη


συνεχίζεται...

26.5.09

Τα ρο του έρωτα


1. Αρχή του κόσμου πράσινη
κι αγάπη μου θαλασσινή
Την κλωστή σου λίγο λίγο
τραγουδώ και ξετυλίγω

2. Διαβάζω μέσα στο νερό
το άλφα το βήτα και το ρω
Τα δυο γυμνά σου πόδια
τους κήπους με τα ρόδια

3. Σ' έκανα πουκάμισό μου
σε φορώ και περπατάω
Με το σώμα το μισό μου
στο δικό σου που κρατάω

Ελύτης

20.5.09

Η γεωμετρία του πόθου


Τριαντάφυλλο λουλούδι της καρδιάς
ματιά εικασία μαρμαρυγή
σ' ακρωτήρια ελληνικά
που εισχωρούν στο θάμβος
μπαλκόνια ψηλά γεράνια
στα πιο ψηλά σκαλιά της ευπρέπειας
άνεμος τραγούδι τίναγμα
εισόδια ελευθερίας
θέληση άδολη που κανοναρχεί
σα φιλιά ξωκλήσια καλλίστηθης χαράς
σε λόγια άδυτα στιλπνά μαργαριτάρια
σε χέρια κοράλλια μόχθου
στέρνα που αναξιμένουν το γοργό καιρό
πατρίδα απόφαση σωστή
που ήδη από τους παλιούς χρησομιλήσιους δρόμους σου
φθάνει πάντα κανείς πιο γρήγορα στον προορισμό του.

Θοδωρής Κοντομάρης

14.5.09

Σ΄αναζητώ...


Από τους χρόνους τους παλιούς, το 'χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες, να βρω το Μαγισσάκι

Τ' άπιαστο σαν αερικό, στην εμορφιά του Μάης
που αν κάνεις να τον μυριστείς, αλοίμονο σου -εκάης...

22.3.09

Άνοιξη έρωτας...


Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Eλύτης

21.3.09

Απανθίσματα...


Μέσα σε μια άνοιξη που αγωνίζεται να έρθει και να ριζώσει οι ασθήσεις χάνονται σε κύκλους πολύχρωμους μέσα στον κόσμο του έρωτα και της επιθυμίας. Χορεύουν πότε πότε, κι άλλοτε ξεκουράζονται μέσα σε κήπους ονειρικούς. Ανάσες, ψίθυροι όλα μπερδεμένα στον μαγικό χορό που στήνει η εποχή. Αφουγκράσου... ίσως ακούσεις τα θροίσματα της...

20.3.09

Καλοκαιρινές αναμνήσεις...


Δυο μάτια πιο μεγάλα από τη θάλασσα. Εσύ.
Ουρανός, Καλοκαίρι, και η καρδιά σου με μίσχο
την αγάπη μου.


Ράγισε η μάσκα τ' Αυγούστου, γεννηθήκαμε.

Η νύχτα στάθηκε καλή μητέρα. Πλησίασες,
εγώ κι εσύ, ο ουρανός έσκυψε, με φίλησες,
ένα αστέρι κρυφοκοίταζε.

Πάμε μέσα είπες.

Το πρωί, τα χείλη μου είχαν τη γεύση,
μιας νύχτας καλοκαιριού μαζί σου.
Χαμογέλασες, κατάλαβα,
αιθρία πριν την καταιγίδα.

Το μεσημέρι έφυγες.

Η θάλασσα μίκραινε, όλο μίκραινε, το μπαλκόνι
ώσπου έγινε δυο μάτια που χάθηκαν.
Τα άλλα στη θέση τους, το καλοκαίρι,
το μπαλκόνι, ο ουρανός.

19.3.09

Άπλωσε τα χέρια στο όνειρο


Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα με,
λόγια δε θα βρεις γι αυτά που νιώθεις,
μη μιλάς για αγάπη και για έρωτα,
τέλειωσαν οι λέξεις, δεν το νιώθεις;

Γέλα δυνατά να μας ακούσουνε,
άσε δυο σημάδια στον λαιμό μου,
γείρε και στο στήθος μου ακούμπησε,
πάρε τον κρυφό τον στεναγμό μου.

Άπλωσε τα χέρια σου στο σώμα μου,
κάψε ως τα βάθη το κορμί μου,
φέρε τ' άγια χείλη σου στο στόμα μου
σου χαρίζω απόψε την ψυχή μου.

Άπλωσε τα χέρια σου στο σώμα μου,
γράψε τ' όνομά σου στην καρδιά μου,
πρόσωπο με πρόσωπο ό,τι ζήσουμε,
πάρε για να πιεις απ' την ματιά μου.

Δώσ' μου ένα δώρο, χαμογέλασε
κράτα μ' απαλά στα δυο σου χέρια,
κι ύστερα μαζί ας ταξιδέψουμε,
λίγο χαμηλότερα απ' τα αστέρια...