28.10.09

Ονειρικές λέξεις


Σαν τα γράμματα φτιαχτήκαν , πάει καιρός πολύς θαρρώ,
επιτέλους είπε η σκέψη , θα’ βρω τρόπο να εκφραστώ.
Στην αρχή ήταν σχηματάκια που παρίσταναν στιγμές ,
ζώα που τα κυνηγούσαν, δόρυ ενάντια σε απειλές.
Τα ζωγράφιζαν στις σάρκες μιας σπηλιάς αλλοτινής,
πέτρα για μολύβι είχαν, ότι ψάχνεις θα το βρεις.
Κι αυτοί οι άνθρωποι οι λίγοι που’ ναι όλων μας η αρχή,
στην καρδιά και στο μυαλό τους είχαν πνεύμα και ζωή.
Ήθελαν να μοιραστούνε αγωνίες και χαρές ,
ν’ αγαπήσουν, να δοθούνε, να ’χουν σκέψεις ορατές.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια κι ανακάλυψαν πολλά,
τη φωτιά να μαγειρεύουν, να μην τρων’ τα πάντα ωμά.
Φτιάξανε και εργαλεία, σμίλευσαν τα υλικά,
σπίτια για να κατοικούνε τα όνειρά τους τα μικρά.
Βήμα - βήμα προχωρούσαν, πότε πίσω πότε μπρος,
από ένας γίνανε δύο, και οι δυο γίνανε λαός.
Κι όσο πιο πολλοί γινόταν, τόσο θέριευε η ευχή,
να μπορέσουν επιτέλους να αποκτήσουν επαφή.
Να είναι ο ένας στην κουζίνα, να είναι ο άλλος στην αυλή,
ραβασάκια να ανταλλάσουν, δίχως ήχος να ακουστεί.
Φτιάξανε λοιπόν τις λέξεις , λέξεις για όλες τις στιγμές,
λέξεις στρογγυλές και αστείες, άγουρες μα και γλυκές.
Λέξεις που ήταν σαν ταξίδι, σ ΄ έσπρωχναν να ονειρευτείς ,
κι άλλες που ήταν σκέτο ξύδι δεν μπορούσες να τις πιείς.
Κάθε γράμμα ένα βαγόνι σε τρενάκι παιδικό,
κάθε τρένο και μια λέξη, φύγαμε να σε χαρώ.
Αγαπώ, αρχή, αυγούλα, άχρονος, αερικό,
άντε πάμε μια βολτούλα με το άλφα για αρχηγό.
Βάθος, βρύση, βέρα, βάρος, βάγια, βάτα, βουητό,
το υπόκωφο το βήτα, πάει καβάλα στον καιρό.
Γέρος, γρύλισμα, γεράνι, γέρμα, γέμισμα, γλυκό,
άτακτο το γάμμα παίζει με το ατίθασο γιο-γιο.
Δώρο, δέντρο, δρυς, αδράχτι, δέσε με να μη χαθώ,
με το δέλτα για σημάδι κάθε δεν, να αρνηθώ.
Έπαινος, ευχή, ευχούλα, εγκαρτέρηση, εαυτός,
έαρ είναι, πλήρες και άγιο και το κατοικεί θεός.
Ζώο ,ζυμάρι ,ζέση, ζήση, ζω, ζευγάς και ζουμερό,
σαν το ζήτα ζουζουνίζει, φτιάχνει η μέλισσα γλυκό.
Ήμαρτον ψυχή μου φτάνει, ήχος, ήβη, ηδονή,
ήμισυ που το μισό του ίσως και να είσαι εσύ.
Θόλος, θύμα, θαύμα, θέλω, θολερό είναι το αλλού,
θήτα του θεού το γράμμα και το σίγμα του παιδιού.
Ιαχή, ιστός ,ιδρώτας, ιλαρό μα και ιερό,
ιδεόγραμμα το γιώτα να ορίζει το κενό.
Κάρμα, κάβουρας και κέδρος, κάβος, κλώνος ο καθείς,
σαν το κάπα κατακτήσεις , Δον Κιχώτης θα γενείς.
Λήθη, λάμψη, λάθρα βιώσας, λέω, λυγμός , λαβωματιά,
με τους ήχους της λατέρνας, λαχταρώ τη γειτονιά.
Μη φωνάζεις, μόνος μένω, μέσα σε όνειρο γλαυκό,
μάνα γη και σ΄ ανασταίνω, πότε θα σε ξαναδώ.
Ναύτης στο κατάρτι επάνω, νεραιδόχορτο κρατεί,
στο νεφέλωμα του νου του, νανουρίζει μιαν ευχή.
Ξάγναντο, ξαγρύπνια, ξάφνου, ξέγνοιαστα σε ξεγελώ,
ξεμαυλίζω, ξεζουμίζω το λεμόνι το ξινό.
Όνειρο, όαση ,ομίχλη, οδοιπόρος , οδυρμός,
ομιλών, ορθώς, οξύνει, ομοούσιος του πατρός.
Παίδες σε παγκάκι παίζουν, τα πεντόβολα πετούν,
παγανίζουν μ΄ άσπρες πέτρες, την παλίρροια αψηφούν.
Ρέω , ραχάτι, ραχατεύω, ρέει το ρείκι στο νερό,
ράθυμος να μπω γυρεύω μες στου έρωτα το ρω.
Σσσς, σιγά, σιμώνει, σάλος, σήμα , σάλτο και σιωπή,
μες στη σιγαλιά της νύχτας με σανδάλι περπατεί.
Τρέχω, τερετίζω, τέρμα, τέρψη, ταίρι, ταιριαστό,
τίκι- τακ κάνει η καρδιά μου, τάχα μου σαν σε αγνοώ.
Ύψιλον, υγρό, υδρία, ύπερος, υλοτομώ, ύμνος,
ύπαρξη, υπερβάλλω, ξύπνιος, δες με, υπνοβατώ.
Φως, φεγγάρι, φεγγαράκι, φέγγε μου να περπατώ,
με φειδώ και φαντασία στ΄ αφανέρωτα να μπω.
Χάδι, χαλαζίας, χρώμα, χάλκινο, χαλκογραφώ,
χάος, χαμόγελο, χαράζω, χαραυγή σε χαιρετώ.
Ψίθυρος, ψεγάδι, ψέγω, ψάχνω, ψαχουλεύω, ψες,
ψέμα, ψηλαφίζω απούσες , στο ψιλόβροχο ψυχές.
Ω, ωραίο, ωριμάζω , ωσάν εύγεστος καρπός,
ώρες -ώρες σε θαυμάζω , ίδιος είσαι ωκεανός.

Έτσι φθάσαμε στο τέρμα με το ωμέγα το στερνό,
που είχε αγκαλιά το άλφα στο τρενάκι για οδηγό.
Λέξη- λέξη απλωθήκαν σκέψεις λόγια ένα σωρό,
γαιτανάκι κι οι ζωές μας μέθυσαν με τον ρυθμό.
Τον ρυθμό μιας ιστορίας που είχε κάποτε για αρχή,
την ανάγκη μιας καρδούλας με την άλλη να ενωθεί.
Κι αν στο δρόμο μπερδευτήκαν τα βαγόνια κι οι οδηγοί,
το κουβάρι ξεδιαλύνει, πάντα η σκέψη εσαεί.

Πηγή: Διαδύκτιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: