30.1.10

Eρωτική πόλη



I

Του είπα πως έπρεπε να κρυφτώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κρύβουμε τα μάτια.
Και του είπα πως έπρεπε να κοιμηθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κοιμίζουμε τα όνειρα.
Του είπα πως έπρεπε να ανάψω φως και να ντυθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να βγαίνουμε γυμνοί μόνο στα ψέματα.
Χωρίς κρυψώνα, χωρίς ύπνο, χωρίς το φόρεμα μου
με τις λεπτές τιράντες λουλουδάτες
έπρεπε να είχε, ήδη, φύγει.
Εκείνος απάντησε πως έτσι ήταν.
Πως έπρεπε να κρεμαστεί από τις τιράντες μου.



II

Στη ζωή του εκλιπάρησε για παράδοξες όψεις
και πάντοτε μάτωνε πριν προλάβεις να κόψεις.
Του γελάσαν και μπλόφαρε, αδυναμία της έξης
τους φίλησε και αφέθηκε στη μαγεία της λέξης.
Βγήκε νύχτα στους δρόμους μα τον έπιασε μπόρα
στα υπόστεγα πούλαγαν δονητές με την ώρα.
Πέταξε ονόματα, γράμματα, μυρωδιές σωμάτων
τα έθαψε και τα σκέπασε με σωρούς χωμάτων.
Ένα βράδυ ξεφώνισε "σημαδέψτε τον πιανίστα".
Το τολμήσαν από έρωτα ή για να διώξουν τη νύστα;
Στα ταξίδια του πάτησε και νερά και μουράγια
καταβύθισε τρόπους, αριθμούς και ναυάγια.
Ανασήκωσε φούστες, να πληρώσει τα διόδια
τις πήρε με τη βία, τον αλείψαν ιώδια.

Κι εγώ που γεννήθηκα σε μια ανέραστη πόλη
-άλλο ψέμα-
θα δαγκώσω τα χείλη μου
ως να φτάσουν στο αίμα.

Tριανταφυλλίδου Γεωργία

15.1.10

Η Ιστορία της ζωής μου



«Πείτε μου κάτι Μάρθα, με θεωρείτε άνθρωπο έντιμο, ναι ή όχι;»

«Ασφαλώς , ναι»

«Πολύ ωραία τότε. Θέλετε να μου το αποδείξετε;»

Θα πρέπει να ξαπλώσετε κοντά μου εντελώς απαλλαγμένη από κάθε είδους ρουχισμού που καλύπτει το θεσπέσιο κορμί σας, και να βασιστείτε στον λόγο της τιμής μου, που σας δίνω τώρα, ότι δεν πρόκειται να σας αγγίξω ούτε με το μικρό μου δαχτυλάκι. Εξάλλου, τι έχετε να φοβηθείτε; Δε θα είστε ελεύθερη να σηκωθείτε από το κρεβάτι αν κάνω κάτι που δεν σας αρέσει; Για να μην πολυλογώ, αν δεν υποσχεθείτε ότι θα μου αποδείξετε με αυτόν τον τρόπο την εμπιστοσύνη σας, έστω όταν βεβαιωθείτε ότι με πήρε ο ύπνος , δεν πέφτω να κοιμηθώ.

Συμφώνησε στην προτασή μου. Στην συνέχεια σταμάτησα να μιλάω κι έκανα πως αποκοιμήθηκα, ενώ αυτή φορούσε το νυχτικό της. Μετά από λίγο η Μάρθα μου είπε ότι θα έκανε κι αυτή το ίδιο μόλις έβλεπε ότι είχα κοιμηθεί. Μου έδωσε την υπόσχεσή της, οπότε της γύρισα την πλάτη, έβγαλα όλα μου τα ρούχα, γύρισα στο κρεβάτι και την καληνύχτισα.

Προσποιήθηκα ότι με πήρε αμέσως ο ύπνος, αλλά μετά από ένα τέταρτο περίπου κοιμόμουνα στ' αλήθεια.



Ξύπνησα μόνο όταν ένιωσα κι εκείνη να χάνεται, αλλά γύρισα αμέσως στο άλλο πλευρό και συνέχισα τον υποτιθέμενο ύπνο μου. Δεν έκανα την παραμικρή κίνηση παρά μόνο όταν είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι είχε αποκοιμηθεί. Αν δεν κοιμόταν πραγματικά, μπορούσε τουλάχιστον να προσποιείται. Μου είχε γυρίσει τις υπέροχες, κατάλευκες πλάτες της, οι οποίες φωσφόριζαν στο θεοσκότεινο δωμάτιο.

Άρχισα να την χαϊδεύω απαλά προς το μέρος που ήμουν στραμμένος. Τη βρήκα κουλουριασμένη και καλυμμένη από την νυχτικιά της, αλλά μην κάνοντας τίποτα που θα την ξάφνιαζε και προχωρώντας όσο πιο σιγά και απαλά γινότανε, δεν άργησα να την πείσω ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μην προσποιείται ότι κοιμόταν και να με αφήσει να συνεχίσω.

Λίγο-λίγο της ίσιωσα το σώμα, λίγο-λίγο ξεκουλουριάστηκε και λίγο-λίγο, με αργές διαδοχικές αλλά αξιοθαύμαστα φυσικές κινήσεις, ήρθε στην πιο κατάλληλη θέση για να μου δοθεί χωρίς να προδοθεί.
Εγώ ελεύθερος πλέον έπιασα δουλειά, αλλά για να ανταμειφθούν οι κόποι μου, ήταν απαραίτητο να λάβει κι εκείνη μέρος ανοιχτά και ειλικρινά πια, κάτι που στο τέλος την ανάγκασε να κάνει η φύση.
Την βρήκα υπεράνω κάθε υποψίας και, μαντεύοντας τον πόνο που θα πρέπει να είχε νιώσει, ομολογώ ότι απόρησα. Υποχρεωμένος να τη σεβαστώ , ήθελα να της δείξω την ευγνωμοσύνη μου.

Με πολύ μεγάλες προφυλάξεις, σα να φοβόμουν πραγματικά μην την τρομάξω, άρχισα να της προσφέρω όλα όσα μπορούσε να θέλει η ψυχή της, προσπαθώντας ταυτόχρονα να βεβαιωθώ ότι ήταν στα ουράνια. Και συνέχισα με την ίδια τακτική μέχρι τη στιγμή που, κάνοντας μια πολύ φυσική κίνηση χωρίς την οποία δε θα μπορούσαν να αποφέρουν καρπούς οι προσπάθειές μου, με βοήθησε να φτάσω στο θρίαμβο. Τη στιγμή της κρίσης όμως δεν είχε πια τη δύναμη να συνεχίσει να προσποιείται. Πετώντας το προσωπείο, με έσφιξε στην αγκαλιά της και κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά μου. Όταν τελειώσαμε, της είπα:

«Είμαι βέβαιος ότι σου άρεσε Μάρθα».

«Ναι, και θα θεωρήσω τυχερό τον εαυτό μου».

«Μέχρι το τέλος της ζωής μου άγγελε μου! Ότι κάναμε ήταν καθαρό προϊόν αγάπης».

ΤΖΙΑΚΟΜΟ ΚΑΖΑΝΟΒΑ

Από το βιβλίο των εκδόσεων Καστανιώτη : «Η Γυναίκα της Ηδονής και άλλα ερωτικά κείμενα του 18ου και 19ου αιώνα».
__________________

10.1.10

Tο κέρασμα του απογεύματος



«Είπα στην αγάπη να κατέβω ένα απόγευμα – μη με ρωτάς που πήγα.»

Τα πιο ωραία, τα πιο γλυκά βιβλία, είναι εκείνα που βρίσκεις τυχαία, σε ανύποπτο χρόνο, ανύποπτο μέρος και με περίεργη διάθεση συνάμα. Ένα παλαιοβιβλιοπωλείο του κέντρου, μια φευγαλέα ματιά αλλά και η χαρά της στιγμιαίας απόφασης μου έδωσαν τροφή για σκέψη, ποιητική θα έλεγα, για αρκετό καιρό.

«Είσαι μια πόλη μέσα στη νύχτα. Η ερημιά σου είναι μια μονότονη υγρασία που κεντάει τα κόκαλα. Τα ονόματα των δρόμων σου παγώνουν στο πέρασμα του χρόνου. Όλα μέσα μου φωνάζουν να σε γνωρίσω (…)»

Ο Γιάννης Τζώρτζης αφηγείται μικρές ιστορίες μοναξιάς και κατάθλιψης, όπως εκείνες της γυναίκας του μικρού χωριού σε δύο επίπεδα. Μιλάει για ανθρώπους που σκέφτονται, σκέφτονται τα όνειρά τους, τη ζωή τους, τη πορεία της ύπαρξής του. Απευθύνεται στην Γυναίκα! Μια είναι η γυναίκα, και ένας ο έρωτας στα εωθινά λόγια του. Την κοιτάζει, βυθίζεται στα λόγια της, στα μάτια της, την μυρίζει, προσπαθεί να την καταλάβει…

«Ζεις σ’ ένα μόνο δωμάτιο και φέρνεις μέσα του τη θάλασσα και την αγχόνη.»

Πάνω από όλα ο ποιητής, ψυχογραφείται αλλά και ψυχογραφεί τα προσωπεία που παίρνει. Παίρνει τη θέση της γυναίκας προκειμένου να την νιώσει, μιλάει για τον εαυτό του, τον οικτίρει, τον ψέγει, τον κατηγορεί ίσως, μπορεί απλά και να τον μαλώνει. Αυτοκριτικάρεται όμως..

«Αργότερα στον καθρέφτη ένα άγνωστο πρόσωπο κάτι θυμίζει. Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότε.»

Το σημαντικότερο από όλα τα παραπάνω, όμως, είναι ότι ερωτεύεται. Και ερωτεύεται, δεν παίζει. Με όλη τη σημασία της λέξης. Ερωτεύομαι, ερωτεύεσαι, ερωτεύεται, ερωτευόμαστε, ερωτεύεστε, ερωτεύονται. Κάθε φορά που κλίνεις το ρήμα, κάθε φορά νιώθεις ότι αυτά που γράφει ο κυρ-Τζώρτζης είναι υπερχειλισμένα από την απόλυτη ηδονή του απόλυτου πάθους στην απόλυτη στιγμή της αιώνιας ευτυχίας του ανθρώπου.

«Δεν ξέρω πώς να σου το πω. Έρχεσαι καμιά φορά ξαφνικά στη ζωή μου, τα βράδια όταν ανοίγω γυρίζοντας την πόρτα και δεν έχω πουθενά να σε ζητήσω (…) Σ’ αυτό το άδειο δωμάτιο μπορώ να σου μιλήσω, να σε κρατήσω. Να παραδοθώ χωρίς να πονέσω (…)»

Κι ένας στίχος, μα τι στίχος :

«Το κορμί σου με βασανίζει πάντα, η μακρινή λευκότητά του. Η σκέψη του σώματός σου με κυκλώνει : τα χέρια σου, που βγαίνουν ξαφνικά από τους τοίχους, τα στήθη σου, ο πανικός του ονείρου.»

Μιλώντας για την μοναξιά, νομίζεις πως μια ελεγεία είναι έτοιμη για το αδηφάγο ποιητικό κοινό. Μα ο Τζώρτζης παραθέτει λίγες γραμμές, κάποιες λέξεις σκοτώνουν και μοιράζουν ραβασάκια στον μακρινό θάνατο των ωρών που έχουμε ξοδέψει όλοι μόνοι μας.

«Και τότε η νύχτα θα γίνεται βαθιά κι αμίλητη, η μοναξιά θα σφυρίζει στα παγωμένα κόκαλα, τα δωμάτια θα φουσκώνουν ως πάνω αίμα λευκό, και θα ‘ρχεσαι, που χάθηκες τόσο θα μου ψιθυρίζεις, το χέρι σου θα με αγγίζει, θα με σκορπίζει.»
Και ω! η ομορφιά, ύμνος στην θεότητα που σκότωσε ανθρώπους και υπάρξεις κυλίστηκαν στον βούρκο του θανάτου τους, λατρεύοντας τον διάβολο για χάρη της.
«Ας μπορούσα απόψε να σηκώσω τα μάτια μου στην ομορφιά. Θυμάμαι κάποτε ακούμπησα το πόδι σου στον πυρετό του απογεύματος, ήταν ζεστό και σκέφτηκα για μια στιγμή πόσο παρήγορη μπορεί η ανάσα της ζωής να είναι (…)»

Άκου Γιάννη Τζώρτζη, σε μια συζήτηση που είχα στα Εξάρχεια, χαρακτήρισα το «Κέρασμα..» ένα μικρό «Μονόγραμμα», σε τέτοιο βαθμό μου τα έδωσε τα συναισθήματα βαθιά μες στην ψυχή, κι ας γίνω ένας μικρός ιερόσυλος του Ελύτη, τον λατρεύω έτσι κι αλλιώς. Άκου Γιάννη Τζώρτζη θα γράψεις και πάλι για τον έρωτα και τα συν αυτώ πράγματα, για να ερωτευτούν κι άλλοι άνθρωποι - ακούς;

«Όλο το βράδυ γέμιζα το δωμάτιο με το κορμί της – το πρωί δεν είχε αέρα ν’ αναπνεύσω.»

Του Γιάννη Τζώρτζη

3.1.10

Ο λυσιμελής πόθος

Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
τις αλλεπάληλες επιφάνειες που σώρευσαν
οι καιροί.
Μα έπειτα δεν σου φτάνει.
Eπειτα θες να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ' το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.

Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δεν γινόταν αλλιώς.
O,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
O,τι μας γέμιζε χτες
ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.

(«Μεγάλο γράμμα», VI, 17)
Τίτος Πατρίκιος