10.1.10

Tο κέρασμα του απογεύματος



«Είπα στην αγάπη να κατέβω ένα απόγευμα – μη με ρωτάς που πήγα.»

Τα πιο ωραία, τα πιο γλυκά βιβλία, είναι εκείνα που βρίσκεις τυχαία, σε ανύποπτο χρόνο, ανύποπτο μέρος και με περίεργη διάθεση συνάμα. Ένα παλαιοβιβλιοπωλείο του κέντρου, μια φευγαλέα ματιά αλλά και η χαρά της στιγμιαίας απόφασης μου έδωσαν τροφή για σκέψη, ποιητική θα έλεγα, για αρκετό καιρό.

«Είσαι μια πόλη μέσα στη νύχτα. Η ερημιά σου είναι μια μονότονη υγρασία που κεντάει τα κόκαλα. Τα ονόματα των δρόμων σου παγώνουν στο πέρασμα του χρόνου. Όλα μέσα μου φωνάζουν να σε γνωρίσω (…)»

Ο Γιάννης Τζώρτζης αφηγείται μικρές ιστορίες μοναξιάς και κατάθλιψης, όπως εκείνες της γυναίκας του μικρού χωριού σε δύο επίπεδα. Μιλάει για ανθρώπους που σκέφτονται, σκέφτονται τα όνειρά τους, τη ζωή τους, τη πορεία της ύπαρξής του. Απευθύνεται στην Γυναίκα! Μια είναι η γυναίκα, και ένας ο έρωτας στα εωθινά λόγια του. Την κοιτάζει, βυθίζεται στα λόγια της, στα μάτια της, την μυρίζει, προσπαθεί να την καταλάβει…

«Ζεις σ’ ένα μόνο δωμάτιο και φέρνεις μέσα του τη θάλασσα και την αγχόνη.»

Πάνω από όλα ο ποιητής, ψυχογραφείται αλλά και ψυχογραφεί τα προσωπεία που παίρνει. Παίρνει τη θέση της γυναίκας προκειμένου να την νιώσει, μιλάει για τον εαυτό του, τον οικτίρει, τον ψέγει, τον κατηγορεί ίσως, μπορεί απλά και να τον μαλώνει. Αυτοκριτικάρεται όμως..

«Αργότερα στον καθρέφτη ένα άγνωστο πρόσωπο κάτι θυμίζει. Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότε.»

Το σημαντικότερο από όλα τα παραπάνω, όμως, είναι ότι ερωτεύεται. Και ερωτεύεται, δεν παίζει. Με όλη τη σημασία της λέξης. Ερωτεύομαι, ερωτεύεσαι, ερωτεύεται, ερωτευόμαστε, ερωτεύεστε, ερωτεύονται. Κάθε φορά που κλίνεις το ρήμα, κάθε φορά νιώθεις ότι αυτά που γράφει ο κυρ-Τζώρτζης είναι υπερχειλισμένα από την απόλυτη ηδονή του απόλυτου πάθους στην απόλυτη στιγμή της αιώνιας ευτυχίας του ανθρώπου.

«Δεν ξέρω πώς να σου το πω. Έρχεσαι καμιά φορά ξαφνικά στη ζωή μου, τα βράδια όταν ανοίγω γυρίζοντας την πόρτα και δεν έχω πουθενά να σε ζητήσω (…) Σ’ αυτό το άδειο δωμάτιο μπορώ να σου μιλήσω, να σε κρατήσω. Να παραδοθώ χωρίς να πονέσω (…)»

Κι ένας στίχος, μα τι στίχος :

«Το κορμί σου με βασανίζει πάντα, η μακρινή λευκότητά του. Η σκέψη του σώματός σου με κυκλώνει : τα χέρια σου, που βγαίνουν ξαφνικά από τους τοίχους, τα στήθη σου, ο πανικός του ονείρου.»

Μιλώντας για την μοναξιά, νομίζεις πως μια ελεγεία είναι έτοιμη για το αδηφάγο ποιητικό κοινό. Μα ο Τζώρτζης παραθέτει λίγες γραμμές, κάποιες λέξεις σκοτώνουν και μοιράζουν ραβασάκια στον μακρινό θάνατο των ωρών που έχουμε ξοδέψει όλοι μόνοι μας.

«Και τότε η νύχτα θα γίνεται βαθιά κι αμίλητη, η μοναξιά θα σφυρίζει στα παγωμένα κόκαλα, τα δωμάτια θα φουσκώνουν ως πάνω αίμα λευκό, και θα ‘ρχεσαι, που χάθηκες τόσο θα μου ψιθυρίζεις, το χέρι σου θα με αγγίζει, θα με σκορπίζει.»
Και ω! η ομορφιά, ύμνος στην θεότητα που σκότωσε ανθρώπους και υπάρξεις κυλίστηκαν στον βούρκο του θανάτου τους, λατρεύοντας τον διάβολο για χάρη της.
«Ας μπορούσα απόψε να σηκώσω τα μάτια μου στην ομορφιά. Θυμάμαι κάποτε ακούμπησα το πόδι σου στον πυρετό του απογεύματος, ήταν ζεστό και σκέφτηκα για μια στιγμή πόσο παρήγορη μπορεί η ανάσα της ζωής να είναι (…)»

Άκου Γιάννη Τζώρτζη, σε μια συζήτηση που είχα στα Εξάρχεια, χαρακτήρισα το «Κέρασμα..» ένα μικρό «Μονόγραμμα», σε τέτοιο βαθμό μου τα έδωσε τα συναισθήματα βαθιά μες στην ψυχή, κι ας γίνω ένας μικρός ιερόσυλος του Ελύτη, τον λατρεύω έτσι κι αλλιώς. Άκου Γιάννη Τζώρτζη θα γράψεις και πάλι για τον έρωτα και τα συν αυτώ πράγματα, για να ερωτευτούν κι άλλοι άνθρωποι - ακούς;

«Όλο το βράδυ γέμιζα το δωμάτιο με το κορμί της – το πρωί δεν είχε αέρα ν’ αναπνεύσω.»

Του Γιάννη Τζώρτζη

Δεν υπάρχουν σχόλια: