Ο Υφαντοκοσμος ειναι ενας κοσμος φαντασιας,ελπιδας και ονειρου. Μια κιβωτος αγαπης μεσα στο συμπαν, που ζει μεσα στο υφαδι ενος παραξενου χαλιου βυθισμενος στο ληθαργο. Θα αφυπνιστει μονο οταν η αγαπη ξυπνησει ξανα...
30.10.09
Φούγκα
-Δεν σε φοβίζουν τα κύματα;
-Με ταξιδεύουν στη ρότα σου…
-Κι ο άνεμος;
-Γεμίζει τ’αυτιά μου με τη φωνή σου…
-Κι η πρώτη φθινοπωρινή βροχή;
-Μια κάθαρση για να σε δεχθώ αμόλυντη…
-Κι η απόσταση;
-Μικραίνει τους ενδοιασμούς…
-Και οι μοναχικές νύχτες;
-Αφορμή για ονειρικό ερωτικό σφιχταγκάλιασμα…
-Κι η έλλειψη;
-Γιγαντώνει την επιθυμία…
-Και οι σκέψεις;
-Σου δίνουν ζωή…
-Κι ο χρόνος;
-Προσμονή για την ευτυχία…
-Και οι φόβοι μου;
-Απόδειξη ότι υπάρχεις…
ΜΑΡΗ ΛΙΩΚΗ
28.10.09
Ονειρικές λέξεις
Σαν τα γράμματα φτιαχτήκαν , πάει καιρός πολύς θαρρώ,
επιτέλους είπε η σκέψη , θα’ βρω τρόπο να εκφραστώ.
Στην αρχή ήταν σχηματάκια που παρίσταναν στιγμές ,
ζώα που τα κυνηγούσαν, δόρυ ενάντια σε απειλές.
Τα ζωγράφιζαν στις σάρκες μιας σπηλιάς αλλοτινής,
πέτρα για μολύβι είχαν, ότι ψάχνεις θα το βρεις.
Κι αυτοί οι άνθρωποι οι λίγοι που’ ναι όλων μας η αρχή,
στην καρδιά και στο μυαλό τους είχαν πνεύμα και ζωή.
Ήθελαν να μοιραστούνε αγωνίες και χαρές ,
ν’ αγαπήσουν, να δοθούνε, να ’χουν σκέψεις ορατές.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια κι ανακάλυψαν πολλά,
τη φωτιά να μαγειρεύουν, να μην τρων’ τα πάντα ωμά.
Φτιάξανε και εργαλεία, σμίλευσαν τα υλικά,
σπίτια για να κατοικούνε τα όνειρά τους τα μικρά.
Βήμα - βήμα προχωρούσαν, πότε πίσω πότε μπρος,
από ένας γίνανε δύο, και οι δυο γίνανε λαός.
Κι όσο πιο πολλοί γινόταν, τόσο θέριευε η ευχή,
να μπορέσουν επιτέλους να αποκτήσουν επαφή.
Να είναι ο ένας στην κουζίνα, να είναι ο άλλος στην αυλή,
ραβασάκια να ανταλλάσουν, δίχως ήχος να ακουστεί.
Φτιάξανε λοιπόν τις λέξεις , λέξεις για όλες τις στιγμές,
λέξεις στρογγυλές και αστείες, άγουρες μα και γλυκές.
Λέξεις που ήταν σαν ταξίδι, σ ΄ έσπρωχναν να ονειρευτείς ,
κι άλλες που ήταν σκέτο ξύδι δεν μπορούσες να τις πιείς.
Κάθε γράμμα ένα βαγόνι σε τρενάκι παιδικό,
κάθε τρένο και μια λέξη, φύγαμε να σε χαρώ.
Αγαπώ, αρχή, αυγούλα, άχρονος, αερικό,
άντε πάμε μια βολτούλα με το άλφα για αρχηγό.
Βάθος, βρύση, βέρα, βάρος, βάγια, βάτα, βουητό,
το υπόκωφο το βήτα, πάει καβάλα στον καιρό.
Γέρος, γρύλισμα, γεράνι, γέρμα, γέμισμα, γλυκό,
άτακτο το γάμμα παίζει με το ατίθασο γιο-γιο.
Δώρο, δέντρο, δρυς, αδράχτι, δέσε με να μη χαθώ,
με το δέλτα για σημάδι κάθε δεν, να αρνηθώ.
Έπαινος, ευχή, ευχούλα, εγκαρτέρηση, εαυτός,
έαρ είναι, πλήρες και άγιο και το κατοικεί θεός.
Ζώο ,ζυμάρι ,ζέση, ζήση, ζω, ζευγάς και ζουμερό,
σαν το ζήτα ζουζουνίζει, φτιάχνει η μέλισσα γλυκό.
Ήμαρτον ψυχή μου φτάνει, ήχος, ήβη, ηδονή,
ήμισυ που το μισό του ίσως και να είσαι εσύ.
Θόλος, θύμα, θαύμα, θέλω, θολερό είναι το αλλού,
θήτα του θεού το γράμμα και το σίγμα του παιδιού.
Ιαχή, ιστός ,ιδρώτας, ιλαρό μα και ιερό,
ιδεόγραμμα το γιώτα να ορίζει το κενό.
Κάρμα, κάβουρας και κέδρος, κάβος, κλώνος ο καθείς,
σαν το κάπα κατακτήσεις , Δον Κιχώτης θα γενείς.
Λήθη, λάμψη, λάθρα βιώσας, λέω, λυγμός , λαβωματιά,
με τους ήχους της λατέρνας, λαχταρώ τη γειτονιά.
Μη φωνάζεις, μόνος μένω, μέσα σε όνειρο γλαυκό,
μάνα γη και σ΄ ανασταίνω, πότε θα σε ξαναδώ.
Ναύτης στο κατάρτι επάνω, νεραιδόχορτο κρατεί,
στο νεφέλωμα του νου του, νανουρίζει μιαν ευχή.
Ξάγναντο, ξαγρύπνια, ξάφνου, ξέγνοιαστα σε ξεγελώ,
ξεμαυλίζω, ξεζουμίζω το λεμόνι το ξινό.
Όνειρο, όαση ,ομίχλη, οδοιπόρος , οδυρμός,
ομιλών, ορθώς, οξύνει, ομοούσιος του πατρός.
Παίδες σε παγκάκι παίζουν, τα πεντόβολα πετούν,
παγανίζουν μ΄ άσπρες πέτρες, την παλίρροια αψηφούν.
Ρέω , ραχάτι, ραχατεύω, ρέει το ρείκι στο νερό,
ράθυμος να μπω γυρεύω μες στου έρωτα το ρω.
Σσσς, σιγά, σιμώνει, σάλος, σήμα , σάλτο και σιωπή,
μες στη σιγαλιά της νύχτας με σανδάλι περπατεί.
Τρέχω, τερετίζω, τέρμα, τέρψη, ταίρι, ταιριαστό,
τίκι- τακ κάνει η καρδιά μου, τάχα μου σαν σε αγνοώ.
Ύψιλον, υγρό, υδρία, ύπερος, υλοτομώ, ύμνος,
ύπαρξη, υπερβάλλω, ξύπνιος, δες με, υπνοβατώ.
Φως, φεγγάρι, φεγγαράκι, φέγγε μου να περπατώ,
με φειδώ και φαντασία στ΄ αφανέρωτα να μπω.
Χάδι, χαλαζίας, χρώμα, χάλκινο, χαλκογραφώ,
χάος, χαμόγελο, χαράζω, χαραυγή σε χαιρετώ.
Ψίθυρος, ψεγάδι, ψέγω, ψάχνω, ψαχουλεύω, ψες,
ψέμα, ψηλαφίζω απούσες , στο ψιλόβροχο ψυχές.
Ω, ωραίο, ωριμάζω , ωσάν εύγεστος καρπός,
ώρες -ώρες σε θαυμάζω , ίδιος είσαι ωκεανός.
Έτσι φθάσαμε στο τέρμα με το ωμέγα το στερνό,
που είχε αγκαλιά το άλφα στο τρενάκι για οδηγό.
Λέξη- λέξη απλωθήκαν σκέψεις λόγια ένα σωρό,
γαιτανάκι κι οι ζωές μας μέθυσαν με τον ρυθμό.
Τον ρυθμό μιας ιστορίας που είχε κάποτε για αρχή,
την ανάγκη μιας καρδούλας με την άλλη να ενωθεί.
Κι αν στο δρόμο μπερδευτήκαν τα βαγόνια κι οι οδηγοί,
το κουβάρι ξεδιαλύνει, πάντα η σκέψη εσαεί.
Πηγή: Διαδύκτιο
25.10.09
Ο χορός των μολυβιών
Που να κοιτάξεις τον άνθρωπο που αγαπάς; Εκεί που πεθαίνει - δηλαδή παντού. Στα μάτια, στην καρδιά, στο διάφραγμα που υποφέρει όλες τις ψυχικές δονήσεις, στον αφαλό επίσης που «λύνεται» και «δένεται», στο δέρμα, το βαθύτερο σημείο του σώματος.
Ζωής συμβόλαιο· θέμα του το πάθος. Ένα πάθος που ουδέποτε κοιμάται. Πάθος που στήνει γόνους και απογόνους. Το ιερό μυστικό της ζωής που σε κάθε σελίδα της μαγειρεύεται κάποια συνάφεια.
Μυώ, σημαίνει, κλείνω τα μάτια· κάθε μυητική κίνηση συνεπάγεται κλειστά μάτια, δεύτερη και τρίτη όραση. Έχουμε μια παραλογή μεγάλων διαστάσεων που παριστάνει το μονόφθαλμο ρεαλισμό, καθώς το άλλο μάτι -το εργατικό και φιλόπονο- ακολουθεί φανατικά ένα δραματικό μινύρισμα που μοιάζει με πανανθρώπινο ξόρκι.
Για να «χορέψουν τα μολύβια» προϋποτίθεται αναμονή του αναπότρεπτου, για να αποδοθούν οι συναντήσεις αυτής της πολυκέφαλης συνουσίας πρέπει να προκαταβληθεί ο πένθιμος τόκος του παρελθόντος, για να σχεδιαστεί η παραμικρή χειρονομία η μάνα των λέξεων πρέπει να βγάλει κυριολεκτικά από την κοιλιά της τη νεόκοπη φράση, την άγνωστη αναλογία. «Παντελόνι μαύρο που με την τσάκισή του μπορούσε να ξυριστεί κανείς». «Με μαχαιρώνουν ήσυχα αυτά που έχω να θυμάμαι». «Τι να πεις και τι να μην πεις, θανατώνονται τα λόγια μεταξύ τους». «Κάντο απόψε, το αύριο είναι σαν ποτέ». «Αχ, αγάπη μου, μας είπε ο διάβολος ώρα καλή!».
«Εγώ γεννήθηκα ήμερο ζώο και έγινα θηρίο ανήμερο για μια παλιαγάπη».
Για να στηθούν αυτά τα απίθανα σχέδια σωμάτων και ασωμάτων, πρέπει πριν απ' όλα να διώξουμε από πάνω τους τη σκιά της φολκλορίστικης ηθογραφίας. Στη συνέχεια, οφείλουμε να αντισταθούμε σθεναρά σε κάθε λογής εύκολη μαγγανεία, σε δωρεάν τηλαισθησίες, στον πειρασμό του εξωτισμού και της γραφικής εμπιστοσύνης σε περίαπτα και ματοχάντρες. Δόση επαρκής από σκόρπια αρώματα και γεύσεις αυτού τού κόσμου - μυρωδιά σαν της καμένης ζάχαρης και γεύση κυδωνόφυλλων στο τσάι.
Παρά τα ψυχανεμίσματα και τα εξιλαστήρια τεχνάσματα που υποβάλλει αυτή η παρατεταμένη τελετουργία, τελικά το ένστικτο που ανασαίνει βαριά, επικρατεί και, ανασαίνει πίσω από το κείμενο την αισθανόμαστε υπερβολικά δική μας, οικεία μέχρι παρεξηγήσεως, καρδιογνώστρια μέχρι νοσηρής αδιακρισίας. Με ένα λόγο ολοζώντανη.
Μεταξύ ασωμάτων, θα βγει από το σώμα της κυριολεκτικά κατονομάζοντας κάθε τι άφατο που ιδιάζει στις μικρές και τις μεγάλες ανθρώπινες στιγμές. Κάθε ζωντανός υποστηρίζεται από μιαν ουσία που αγνοεί. Αλλά και κάθε φυτό, κάθε άρωμα, κάθε λαθρόβιο ζωάκι. Η αίσθηση θυμίζει χειρόγραφο που γράφτηκε από αόρατο χέρι.
Τόσα πολλά και μακρόσυρτα για να βγει ένας βαθύς αναστεναγμός; Τόσα και περισσότερα.
Για το γκαβό πουλί ο Θεός χτίζει φωλιά - την οποία θαυμάζουν ή αποστρέφονται όλοι οι ανοιχτομάτηδες.
Πηγή: Διαδύκτιο
22.10.09
Περπατώντας με ένα Σύννεφο
Γνωρίζω για σένα μόνο όσα απαίτησα και όσα αρκέστηκες να μοιραστείς μαζί μου. Η εικόνα του προσώπου σου μου είναι θολή, αλλά ποτέ δε δοκίμασα να αλλάξω το βηματισμό μου δίπλα σου για να σε κοιτάξω στα μάτια. Ούτε να κοντοσταθώ στο πλάι σου και να περάσω τα μαλλιά σου πίσω από το αριστερό σου αυτί. Μεταξύ μας αυτό μπορεί να μην έγινε, επειδή περίμενα πότε θα κάνεις εσύ αυτή την κίνηση. Ξέρεις πόσο λατρεύω το σπάσιμο του καρπού σου που συνοδεύει το μάζεμα των μαλλιών σου πίσω από το αυτί σου. Και το ντροπαλό σου χαμόγελο που σχεδόν αγγίζει το λακκάκι του λαιμού σου, καθώς σκύβεις για να κρυφτείς από τα πειράγματά μου.
Έχουμε περπατήσει τόσο πολύ πλάι πλάι που μπορώ να προβλέψω την κάθε σου κίνηση. Τον τρόπο με τον οποίο θα ελιχθείς ανάμεσα στα εμπόδια που θα φέρει ο δρόμος ή θα σου βάλω εγώ με την αφέλεια μου. Ξέρω πότε θα νιώσεις την ανάγκη να ποτίσεις τα σπλάχνα σου με νερό και πώς θα εκφράσεις τον κορεσμό της δίψας σου βγάζοντας τον πιο σύντομο και γλυκό αναστεναγμό. Ξέρω πότε θα απλώσεις πάνω σου τη μάλλινη ζακέτα και πότε θα την πετάξεις μακριά ανακουφίζοντας το δέρμα και τα πνευμόνια σου.
Θα μου ζητήσεις να ξαποστάσουμε μετά από λίγο και δε θα σου το αρνηθώ. Αντίθετα μάλιστα θα στρώσω το ρούχο μου στο χώμα για να μη λερωθείς. Και θα σου σιγοτραγουδήσω το αγαπημένο σου τραγούδι καθώς πέφτει ο ρυθμός της αναπνοής σου. Ξέρω ότι δε θα σχολιάσεις το φάλτσο της φωνής μου, αλλά θα χαμογελάσεις από την αμηχανία που ρίχνει στα μάτια η αμφιβολία της ανεπιβεβαίωτης αγάπης. Γνωρίζεις πως δε μου αρέσει να τραγουδώ και ότι το κάνω μόνο για σένα. Θα ακουμπήσεις τα δυο σου δάχτυλα στα χείλια μου και θα μου πιάσεις το χέρι. Θα απελευθερώσω τα χείλια μου και θα σε απειλήσω λέγοντας σου πως ο δίσκος έχει άλλα δέκα τραγούδια. Θα γελάσεις δυνατά τινάζοντας πίσω τα μαλλιά σου και κοιτώντας τα ολόλευκα σύννεφα που δίχως σταματημό συνεχίζουν τη δική τους πορεία.
Θα σταματήσω να περπατάω, μόνο όταν κουραστείς, διψάσεις, ή αποφασίσεις ότι δεν επιθυμείς πλέον να συγχρονίζουμε τα βήματα μας στο ίδιο μονοπάτι. Συνεχίζω ύστερα από τόσα χιλιόμετρα που αφήσαμε πίσω μας να απορώ με το σύννεφο που καλύπτει το πρόσωπο σου. Γνωρίζω για σένα όλα όσα απαίτησα και αυτά τελικά είναι λίγα.
Πηγή: Διαδύκτιο
21.10.09
Ο Χριστός σταμάτησε στα χείλη σου
Σε έβλεπα από μακριά, η αμμουδιά είχε πάρει να υγραίνει. Τα διάσημα μπλε του σώματός σου μετρούσαν τη θάλασσα και την έβρισκαν λιγότερη. Στη θέα τους η ζωή μου αιμορράγησε. Τα χέρια σου πια, δύο εξημερωμένα ζώα. Δεν είχαν αυτή την παλιά, γνωστή αίγλη στα ακροδάχτυλα. Τίποτε απ' αυτά δεν ήταν αληθινό.
Θέλω σήμερα να γυρίσουμε απ' την άλλη πλευρά· να πάμε ανάποδα. Θα βάλεις τα δυνατά σου; Φύσαγε Νάξο, στις παρυφές του Αλικού. Ηταν περασμένες οκτώ. Το φόρεμά σου σηκώθηκε ώς το εσώρουχο, που ήταν εκεί, φρουρός αυτής της ακοίμητης λευκότητας. Το ύφασμα έκανε μια χορευτική φιγούρα και υπέστειλε την άκρη του. Ο αέρας σε έγδυνε απαλά. Τα μάτια μου κάηκαν. Η θάλασσα πήρε φως. Καιγόταν. Ποιος έκλεψε το ξύλινο αλογάκι μου από την παραλία;
Προσπαθώ να σε περιγράψω, να διατρέξω το σώμα σου· μοιάζεις με γκρεμισμένο ναό. Κάποτε σε κρατούσα στη χούφτα μου και χωρούσες. Κάποτε, που κάθε βράδυ ήταν βράδυ επιστροφής. Νομίζεις πως μπορείς να αφηγηθείς τα συναισθήματά σου, αλλά δεν μπορείς να τα μεταδώσεις. Τη στιγμή που αρχίζει η διαδικασία κατανόησης από τον άλλον, παύουν να υπάρχουν ως συναισθήματα. Ο έρωτας είναι ένα καλό παράδειγμα γι' αυτό. Παραμένει ανεξήγητος, όπως και τα περισσότερα πράγματα στη ζωή· για να διατηρήσει το απροσπέλαστο της γοητείας του. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να απαντηθεί. Τίποτα. Το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο είναι συγχρόνως και το πιο άσχημο. Αυτό που δεν θα προλάβει ποτέ να ολοκληρωθεί.
Με κοίταξες μέσα απ' τα δίχτυα των ποδιών σου, το ρεύμα τους με παρέσυρε. Η στρογγυλάδα των γλουτών μετέφερε στην κλεψύδρα την ποσότητα της άμμου που χρειαζόταν για να ξαναξεκινήσει. Η πανοπλία μου πνίγηκε. Για ποιο λόγο χαμογελάμε χώρια, βρεχόμαστε χώρια, αναπνέουμε χώρια; Το φεγγάρι βάφηκε κόκκινο, γλίστρησε πάνω σου και έγινε σκόνη. Στα νερά η βαρκάδα φωτίστηκε από τα κεριά του χρόνου. Απέναντι, το βουνό χοροπήδησε.
Με φίλησες. Μάσησα ό,τι αληθινό υπήρξε κάποτε από σένα, πίνοντας σιγά σιγά, με μικρές γουλιές, τα χείλη σου. Πήρα στα δόντια μου όσα εκατοστά παρέμεναν ακόμα ελεύθερα. Κι αμέσως βράδιασε. Γνώριμα, ουσιαστικά, αναπόφευκτα.
Βράδιασε σαν Ελλάδα.
Σταύρος Σταυρόπουλος
17.10.09
Λόγια της στιγμής
16.10.09
15.10.09
13.10.09
Πρόσωπα
Θυμάμαι που τη φώναζαν Ελένη, δώδεκα χρονώ.
Στα δεκαεφτά Μαρίνα.
Δεν ήταν αίνιγμα, λεγόταν Δέσποινα.
Λεγόταν Όλγα Ρίτσα και Νανά.
Φτάσανε χρόνια δύσκολα, μαύρες ημέρες αίμα.
Τότε η Ρωξάνη απόγευμα ήτανε, φαρμακωμένο φώς.
Τον άλλο μήνα Οχτώβρη εχάθηκε. Τρελός
τη γύρευα παντού. Την άνοιξη
την είδα ξαφνικά στον ήλιο και χαρούμενος
τη φώναξα. Δεν ήταν, έστριψε το πρόσωπο
μισό χαμόγελο. Κι οναμαζόταν Έρικα.
Ύστερα μόλεψε ο καιρός.
Ύστερα η νύχτα, έφτασε η Ντόνα, μόνο πού.
Νύχτες πολλές πίσω απ' την πλάτη ένα σκοτάδι ακί-
νητο.
Πήραμε τ' όπλο κατεβήκαμε.
Φραγμένοι οι δρόμοι, η πολιτεία ανάστατη,
φοβέρα, σίδερο. Ήρθανε Σίτσα Μάριτσα
σηκώσανε τα σύρματα. Κι η Ντούτσα απίστευτο
κορμί. Το μονοπάτι ελόξευε ως τη θάλασσα.
Στους άμμους βυθιστήκαμε λεγότανε Φανή.
Λεγόταν Αθηνά και πήγαμε ως την Κόρινθο.
Γυρίσαμε λεγόταν Άρτεμις.
Μετά μισόφωτο η Μελίνα.
Ωραία στο σινεμά στους δρόμους περπατήσαμε.
Σταθήκαμε στο φράχτη και τ' αστέρια χάθηκαν.
Με πήραν πυρετοί κι οράματα με σύρανε
στον τόπο που γεννήθηκα. Θυμάμαι τις φωνές,
ανοίχτε, φώναξα.
Το σπίτι εγιόμισε παντού φτερούγες φτερουγίσματα
πουλιά που τ' άκουγα καιγόμουν στ' όνειρο.
Ήρθε απ' τη Λάρισα η Μυρτώ
Ήρθανε η Δάφνη η Κατερίνα η Δήμητρα.
Μες στο καμίνι όλα τα πρόσωπα
γινήκανε ένα πρόσωπο, κανένα πρόσωπο.
Η πόρτα δίχως μάνταλο κι ήρθες εσύ
μακρί μονόξυλο
μαύρο ποτάμι.
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
11.10.09
Aκόμη κι αν πεις καληνύχτα...
Ακόμα κι αν πεις καληνύχτα
σ'έχω δέσει με έναν όρκο γλυκό
στα περίεργα γαλάζια σου ξενύχτια
σ'όποια πεις, σ'όποιον πω σ'αγαπώ.
Ακόμα κι αν πεις καληνύχτα
και να ζήσω πια μαζί σου δεν μπορώ
στα περίεργα γαλάζια σου ξενύχτια
πάλι θα'ρθεις και θα'ρθω κι εγώ.
Ακόμα κι αν πεις καληνύχτα
πάλι θα'ρθεις και θα'ρθω κι εγώ...
7.10.09
Απόψε...
Απόψε θα ’θελα οι δυο μας, δίχως ρούχα,
μαζί στο ίδιο το κρεβάτι να πλαγιάσουμε.
Δε θα σ’ αγγίξω, σου τ’ ορκίζομαι• μονάχα
θα ζωγραφίσω στο σεντόνι τη λαχτάρα μου
μέσα στα χέρια μου να νιώσω την καρδούλα σου,
τις πιο κρυφές σου επιθυμίες να χαϊδέψω.
Γλυκά κι αθώα να γλιστρήσω στο κεφάλι σου
και να φιλήσω τα ματάκια σου από πίσω
– αφού δεν κάνει από μπροστά να τα φιλώ.
Με χρώματα φανταχτερά, πάνω στο στρώμα,
θα γράφω ποιήματα, τραγούδια, ανοησίες
κάθε λογής, σαν το παιδί που πρωτοπιάνει
μπογιές στα χέρια του και τοίχο δεν αφήνει
που να μη γράψει ό,τι ξέρει κι αγαπάει.
Κι άμα ξεφύγει το μολύβι από το χέρι μου
και σου λερώσει τ’ όμορφο, λευκό σου γόνατο,
μην ταραχτείς• ξανακοιμήσου, κι ενός άγγελου
θα ζωγραφίσω να σ’ αγγίζει τ’ άγιο χέρι,
πάνω στο γόνατό σου (εκεί που σαν παιδί
συχνά θα χτύπησες, θα πόνεσες, θα μάτωσες).
Δε θα σ’ αγγίξω, σου τ’ ορκίζομαι• μονάχα
θα ζωγραφίσω στο σεντόνι τη λαχτάρα μου
μαζί στο ίδιο το κρεβάτι να πλαγιάσουμε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)