Ο Υφαντοκοσμος ειναι ενας κοσμος φαντασιας,ελπιδας και ονειρου. Μια κιβωτος αγαπης μεσα στο συμπαν, που ζει μεσα στο υφαδι ενος παραξενου χαλιου βυθισμενος στο ληθαργο. Θα αφυπνιστει μονο οταν η αγαπη ξυπνησει ξανα...
21.10.09
Ο Χριστός σταμάτησε στα χείλη σου
Σε έβλεπα από μακριά, η αμμουδιά είχε πάρει να υγραίνει. Τα διάσημα μπλε του σώματός σου μετρούσαν τη θάλασσα και την έβρισκαν λιγότερη. Στη θέα τους η ζωή μου αιμορράγησε. Τα χέρια σου πια, δύο εξημερωμένα ζώα. Δεν είχαν αυτή την παλιά, γνωστή αίγλη στα ακροδάχτυλα. Τίποτε απ' αυτά δεν ήταν αληθινό.
Θέλω σήμερα να γυρίσουμε απ' την άλλη πλευρά· να πάμε ανάποδα. Θα βάλεις τα δυνατά σου; Φύσαγε Νάξο, στις παρυφές του Αλικού. Ηταν περασμένες οκτώ. Το φόρεμά σου σηκώθηκε ώς το εσώρουχο, που ήταν εκεί, φρουρός αυτής της ακοίμητης λευκότητας. Το ύφασμα έκανε μια χορευτική φιγούρα και υπέστειλε την άκρη του. Ο αέρας σε έγδυνε απαλά. Τα μάτια μου κάηκαν. Η θάλασσα πήρε φως. Καιγόταν. Ποιος έκλεψε το ξύλινο αλογάκι μου από την παραλία;
Προσπαθώ να σε περιγράψω, να διατρέξω το σώμα σου· μοιάζεις με γκρεμισμένο ναό. Κάποτε σε κρατούσα στη χούφτα μου και χωρούσες. Κάποτε, που κάθε βράδυ ήταν βράδυ επιστροφής. Νομίζεις πως μπορείς να αφηγηθείς τα συναισθήματά σου, αλλά δεν μπορείς να τα μεταδώσεις. Τη στιγμή που αρχίζει η διαδικασία κατανόησης από τον άλλον, παύουν να υπάρχουν ως συναισθήματα. Ο έρωτας είναι ένα καλό παράδειγμα γι' αυτό. Παραμένει ανεξήγητος, όπως και τα περισσότερα πράγματα στη ζωή· για να διατηρήσει το απροσπέλαστο της γοητείας του. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να απαντηθεί. Τίποτα. Το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο είναι συγχρόνως και το πιο άσχημο. Αυτό που δεν θα προλάβει ποτέ να ολοκληρωθεί.
Με κοίταξες μέσα απ' τα δίχτυα των ποδιών σου, το ρεύμα τους με παρέσυρε. Η στρογγυλάδα των γλουτών μετέφερε στην κλεψύδρα την ποσότητα της άμμου που χρειαζόταν για να ξαναξεκινήσει. Η πανοπλία μου πνίγηκε. Για ποιο λόγο χαμογελάμε χώρια, βρεχόμαστε χώρια, αναπνέουμε χώρια; Το φεγγάρι βάφηκε κόκκινο, γλίστρησε πάνω σου και έγινε σκόνη. Στα νερά η βαρκάδα φωτίστηκε από τα κεριά του χρόνου. Απέναντι, το βουνό χοροπήδησε.
Με φίλησες. Μάσησα ό,τι αληθινό υπήρξε κάποτε από σένα, πίνοντας σιγά σιγά, με μικρές γουλιές, τα χείλη σου. Πήρα στα δόντια μου όσα εκατοστά παρέμεναν ακόμα ελεύθερα. Κι αμέσως βράδιασε. Γνώριμα, ουσιαστικά, αναπόφευκτα.
Βράδιασε σαν Ελλάδα.
Σταύρος Σταυρόπουλος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου