30.8.10

Οι «Ανατολικοί δρόμοι»



Οι πόθοι μας νύσταξαν κάποιο πρωί
και στον ύπνο τους πέθαναν.
Μάθαμε να ζητάμε στη ζωή μας τα λίγα.
Αλλάξαμε τα μεγάλα ταξίδια στ’ απλόχερα πέλαγα
με φτωχά καρυδότσουφλα στου δρόμου τ’ απόνερα.
Η ορμή μας να σκίσουμε τα γαλάζια ακροούρανα
ξεχάστηκε στα φτερά πεταλούδας, σαν όνειρο.
Οι χαρές μας πεθάνανε πριν γεννηθούν
κι οι λύπες αγγίξανε μόνο τα μάτια μας.
Σ’ ακίνητους βάλτους θρονιάστηκε η σκέψη μας.
Τα λόγια μας πνίγηκαν στη διαρκή επανάληψη.
Και συνηθίσαμε να λέμε: Όλα πάνε καλά.
Σε μια τεχνητή ηρεμία να βουλιάζει το είναι μας
και να’ ναι το σήμερα η πιστή αντιγραφή του χτες.
Κρατηθήκαμε γερά απ’ τα χέρια μην πέσουμε
στην άσκοπη, τυφλή πορεία μας
μ’ ένα ηλίθιο χαμόγελο τραγικής ικανοποίησης.
Κι ήτανε η πορεία μας βήμα σημειωτό.
Μια θλιβερή πορεία μες στην νύχτα
Χωρίς πίστη, χωρίς ιδανικό.

Κάποιες ώρες η ψυχή ξαστερώνει
κι ακούει από πέρα μηνύματα
των άστρων το κάλεσμα
των κυμάτων την άρμη
του φωτός τις παλίρροιες
των φτερών την ορμή.
Κάποιες ώρες
η ψυχή ξαστερώνει
κι η ψυχή λαχταρά
σαν πουλί.

Κι οι πόθοι μας ξύπνησαν κάποιο πρωί
καθώς είχαν υπνώσει.
Των ματιών μας τα βύθη πλημμύρισαν όνειρα.
Τώρα στ’ αλήθεια μπορούμε και βλέπουμε
λες κι ο κόσμος καινούργιος ξαναπλάστηκε γύρω μας.
Καταλύσαμε πια του χτες τις καστρόπορτες.
Λιποτάχτες του κράτους της νάρκης γινήκαμε.
Σπάσαμε τις πρυμάτσες που ανήλεα μας έδεναν
θλιβερούς αιχμαλώτους των χαμένων ελπίδων μας.
Η γιορτή της Ανάστασης μας βρήκε στο ψήλωμα
μ’ αναμένει λαμπάδα τη σκέψη μας.
Της καρδιάς μας το φλάμπουρο ρίγησε
στον αγέρα που στείλαν οι πρώτοι ορίζοντες.
Οι καινούργιοι μας δρόμοι που με πόνο ανοιχτήκανε
κι ανοιχτήκαν με δάκρυα, δε γνωρίζουν φραγμό.
Οδηγοί μας οι πόθοι οι νεκροί που αναστήθηκαν
και χάνονται πίσω μας των παλιών οι κοιλάδες.
Ψηλά, οι κορφές που τα ουράνια τ’ αχνόφωτα αγγίζουνε
μας καλούνε να στήσουμε πάνω τους τρόπαια.
Οι καινούργιοι μας δρόμοι – ευτυχώς – δεν τελειώνουν.
Κει πάνω, είναι μόνο σταθμός.


Tης Καίτης Χιωτέλλη

17.8.10

Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή



Όλοι, εμείς, που σκάβουμε με τα νύχια μας τον ουρανό,
ώρα μεσάνυχτα, για να φωνάξουμε στον ήλιο "φτου ξελεφτερία".

Όλοι εμείς, που δραπευτεύουμε απ' το φεγγίτη της οδύνης,
για να φιλήσουμε στο στόμα τη χαρά.

Όλοι εμείς που μαλώσαμε στη μοιρασιά των άστρων.

Που δε συναντήσαμε ποτέ κανέναν στο δρόμο μας για να
μας δώσει πληροφορίες, κατά που πέφτει η σιγουριά.

Όλοι εμείς, που όταν όταν βρεθούμε κάτω από ερείπια,
διώχνουμε με χαμόγελα τους διασώστες.

Όλοι εμείς, που ψάξαμε στ' αζήτητα
να βρούμε τα στολίδια της ψυχής μας.

Που κάναμε τα μεγάλα ταξίδια μας στις φτερούγες των κύκνων.

Όλοι εμείς, οι σιωπηλοί ακροβάτες μιας υπόσχεσης μάταιης.

Όλοι εμείς, που παραπλανήσαμε τους ανέμους,
που ξελογιάσαμε τις ελπίδες.

Όλοι εμείς, που ερωτευθήκαμε ό,τι μας αφάνιζε.

Όλοι εμείς οι αφρούρητοι, που δεν είχαμε ποτέ ένα
άλλοθι για τα λάθη μας.

Όλοι εμείς οι αντιρρησίες της παρηγοριάς.

Όλοι εμείς, είμαστε μπάσταρδα του Θεού.

Ακόμα κι αν φοβήθηκε να μας αναγνωρίσει,
ένα είναι το σίγουρο.
Μας έχει αδυναμία.
Να το ξέρετε.

Αλκυόνη Παπαδάκη

9.8.10

Kράτα γερά



«Αυτά άστα γι’ αργότερα» της είπε πικρά.

«Πάντοτε όμως κράτα και κάτι για τον εαυτό σου. Στην εκκλησία βάλε κάποιους με πολύ προσοχή, στο ιερό μη βάζεις κανέναν.

Κανέναν. Μ’ ακούς;

Θα σε πληγώσουν. Θα σε κρεμάσουν. Θα σε κόψουν φέτες. Θα σε κάνουν με τα κρεμμυδάκια. Η αγάπη γίνεται πιο δυνατή, όταν έχει περιορισμούς. Αυτό να το θυμάσαι».

Πάνος Σταθόγιαννης

20.7.10

Αντικατοπτρισμοί



Έξω ραπάρουν πιτσιρικάδες.

"Μαλακισμένα", λες.

Ίσως και να ’χεις δίκιο. Ίσως και να μην έχεις. Μην κλαις.

Οι πορφυρές γυναίκες λέγονται όλες "Ρόζα". Πεθαίνουν σε Γερμανίες προκατακλυσμιαίες. Ενώ αυτό το βαλκανικό απεριτίφ στο σπίτι μας το λέμε άλλοτε ρακή κι άλοτε βυζί. Διότι ενδημεί εντός μας κάποιος Μελέαγρος.

Έζησε ρωμαίικα στον Αίμο του διαδικτύου σου. Κομψός πάντα και μπροστά του φράγματα μεγάλων ποταμών. Υδροβιότοποι με σαλαμάντρες και κρύσταλλα. Απ όλες τις παρθένες της Λορένης τον αγάπησαν εκείνες που κρατούσαν από σόι πομάκικο. Έχεζαν πίσω από φουντωμένες βατομουριές. Σκουπίζονταν με φύλλα μολόχας. Μετά φορούσαν γυαλιά και συνεντευξιάζονταν σε κανάλια σοβαρότατα.

Τώρα προσγειώνονται σαϊτεμένες σε στούντιο της Μεσογείων. Εκλιπαρούν την έμπνευση. Στο κρεβάτι χύνουν αμέσως. Όπως γυρίζουν στο άλλο πλευρό να κοιμηθούν τραβώντας βίαια το πάπλωμα, ο αέρας μυρίζει τζάκι αναμμένο κι όλα τα Παρίσια της οικουμένης μου γίνονται Φιλιππούπολη.

Πάνος Σταθόγιαννης

18.7.10

Η πραγματικότητα δεν υπάρχει



Μιλάει στον πληθυντικό. Ύστερα από τέτοιους ενικούς των ματιών. Της ψυχής, των κορμιών. Υστερα από τέτοιο ξεγύμνωμα ζωής, ένα παλτό. Του Γκόγκολ. Θα πάρετε κάτι; Το αριστερό χέρι ελαφρά λυγισμένο πίσω απ' την πλάτη, χορογραφία επιμελώς δουλεμένη. Πιστοποιημένη ευγένεια. Με τίτλο σπουδών. Τα δάκτυλα είναι σφιγμένα σε μπουνιά. Μικρά δάκτυλα· σαν παιδικές μελωδίες. Το γλυπτό του αγκώνα πανίσχυρο. Τι μπίρα;
Αν αφαιρέσεις τα μαλλιά, το πρόσωπο θυμίζει μάσκα. Αρχαία. Μια ηρωίδα του Αισχύλου σε κατ' οίκον περιορισμό. Δεν με γνωρίζει. Θέλετε τοστ; Οχι. Εσένα ήθελα. Εχω ταλέντο στις τραγωδίες. Θυμάσαι;

Καθώς απομακρύνεται, σηκώνεται λίγο κύμα. Η μια πλευρά της χοροπηδάει, η άλλη πλέει. Μισός κύκνος, μισός βάτραχος. Μπορώ να μιλήσω και στη γλώσσα της: βρεκεκέξ κουάξ κουάξ. Στο μαγαζί μπαίνει η θάλασσα. Των θαυμάτων που δεν συντελέστηκαν. Διακινδυνεύω την αρτιμέλειά μου περιμένοντας να μεταμορφωθεί. Αδικα. Η σύνταξη στην αγάπη ήταν πάντα αναπηρική.

Στην ταινία του Βέντερς, όταν οι επιζήσαντες αγκαλιάζονται, τους πυροβολούν. Ο φακός μιας σούπερ οκτώ κάνει ζουμ, προσπαθεί να κινηματογραφήσει τον θάνατο. Είμαι κατηγορηματικά εναντίον του, δήλωσε ο Γούντι Αλεν. Το κακό είναι ότι αυτός είναι φανατικά υπέρ μας. Κυνηγάει κάθε μας βήμα, κρύβεται πίσω από κάθε μας φιλί. Ο έρωτας δεν είναι το αντίθετο του θανάτου. Είναι όμως το συνώνυμο της ομορφιάς. Οταν την παίρνουμε στα γόνατά μας, χοροπηδάει.

Πώς σκοτώνει κανείς τον θάνατο; Δεν ξέρω. Ειλικρινά. Ξέρω όμως πώς τον δημιουργεί: Εύχομαι κάθε επιτυχία. Νεράκι;

Είναι αόρατο το νήμα που δένει τις ζωές των ανθρώπων. Απροσδιόριστο. Τις κρατάει μαζί για όσο καιρό πιστεύει ότι αξίζουν. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Μετά όμως, κάτι υπάρχει να μένει. Αυτό που τάχτηκε απ' τον χρόνο να παίξει την κορυφαία σκηνή. Αυτό που θα συνεχίσει να αναπνέει κάτω απ' τα τελευταία ερείπια. Εκεί που σμίγουν οι καιροί. Δεν το άφησε. Το ψαλίδισε στα γυρίσματα. Ληστεία της μνήμης. Κλοπή.

Αν δεν παίξω, θα τρελαθώ. Το έργο ήμουν εγώ. Τα γεγονότα συνέβησαν. Εξακολουθούν. Είναι ο μοναδικός τρόπος να αποδείξουν ότι πράγματι υπήρξαν.

ΤΟ καφέ είναι σχεδόν γεμάτο, ανάμεσα στα τραπέζια ελίσσονται οι κροκόδειλοι. Απ' τα τεράστια στόματά τους στάζουν όλες οι σαλιωμένες σοφίες της Γης. Συζητά, συμμετέχει, αστειεύεται. Κινείται: σαν να πετά. Θεσπίζει τη θλίψη. Ο δίσκος στο χέρι της κάνει το δικό του παιχνίδι. Πέφτει. Με συγχωρείτε. Η ζωή έχει άλλη εντύπωση.

Από το όνομά της λείπουν γράμματα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Το ένα άλφα το κρατάω εγώ. Το πρώτο του αλφαβήτου. Το άλλο εκείνη. Αυτό του τέλους, της γραμματικής κατάληξης.

Η πραγματικότητα δεν υπάρχει. Δημιουργώ άλλη, παράπλευρη. Εγώ: ένας ένοχος αθωότητας. Αυτή: κάποια που δεν ήθελε να είναι. Μια βασίλισσα χωρίς θρόνο.

Φοράει μαύρα. Τα δικά μου μαύρα είναι πιο μαύρα. Με το πένθος δεν παίζει κανείς.

Θα προτιμούσα να σας αγκαλιάσω. Πληθυντικός αριθμός. Να ζήσουμε στο μέλλον. Θέλετε κάτι ακόμα; Οχι. Δεν έχω άλλο στήθος.

Σταύρος Σταυρόπουλος

30.6.10

Tα όνειρα καπνίζουν....



Μια βραδιά κοιμάται κι ασημίζει
Του φεγγαριού τα πάρκα
Βαριά όνειρα καπνίζει
Βουβός άνεμος θυμίζει
Παραμύθια ατέλειωτα
Και τα όνειρα καπνίζουν
-ένα τρένο που σφυρίζει-

Θαύματα κι οράματα
Το λιβάνι τους μυρίζει
Και φώτα αχαλίνωτα

Βιαστικός άγγελος δανείζει
Φτερά σε ερπετά.

8.6.10

Γυναικών μελάνι...



Διαβάζει ένα βιβλίο προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι. Και τι σώματι! Flocafe Aμαρουσίου εννέα και μισή το πρωί. Κάθε τόσο κάνει μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι κάποιο μυγάκι που την ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα αφού,δεν μπορεί, θα ’χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω της ερωτηματικό, αυμαστικό, αποσιωπητικό.

Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και μιλάει ρώσικα, χειρονομώντας, σαν να τα γράφει στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς της. Εύχομαι ποτέ να μην τελειώσει, μα κάποτε τελειώνει.

Ξαφνικά σηκώνει το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους της και το κλείνει απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει μετά προσεκτικά, φυσάει τη σελίδα και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάω χαζά.

– Πούσκιν; τη ρωτάω.
– Πούσκιν, μου απαντάει.
– Ρωσίδα; της κάνω.
– Ουκρανή, διορθώνει.

Πουτάνα, σκέφτομαι.

– Όχι・ ποιήτρια, μου λέει.

Και ξανακάνει την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζε τις σκέψεις μου.

(απόσπασμα από το βιβλίο του Μιχάλη Γκανά, "Διαβάζει ένα βιβλίο", 2010)

23.5.10

Ο ήχος των ανθρώπινων ζωών



Παράξενη ζεστασιά, ζεστά και κρύα θηλυκά,
είμαι καλός στον έρωτα, όμως ο έρωτας δεν είναι μόνο
σεξ. οι περισσότερες γυναίκες που έχω γνωρίσει
είναι φιλόδοξες, κι εμένα μου αρέσει να τεμπελιάζω σε
μεγάλα αναπαυτικά μαξιλάρια στις 3
το απόγευμα, μου αρέσει να χαζεύω τον ήλιο
ανάμεσα απʼ τα φύλλα κάποιου δένδρου
καθώς ο κόσμος εκεί έξω κρατιέται
μακριά μου, το ξέρω πολύ καλά, όλες αυτές οι
βρόμικες σελίδες, και μου αρέσει να τεμπελιάζω
με την κοιλιά μου προς το ταβάνι αφού κάνουμε έρωτα
όλα να ρέουν προς τα μέσα:
είναι τόσο εύκολο να είσαι χαλαρός – αρκεί να το αφήσεις να συμβεί,
μόνο αυτό χρειάζεται.
αλλά το θηλυκό είναι παράξενο, είναι πολύ
φιλόδοξο – να πάρει! δεν μπορώ να κοιμάμαι όλη τη μέρα!
το μόνο που κάνουμε είναι να τρώμε! να κάνουμε έρωτα! να κοιμόμαστε! να τρώμε! να κάνουμε έρωτα!

αγαπητή μου, λέω, υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω αυτή τη στιγμή
που μαζεύουν τομάτες, μαρούλια, ακόμα και βαμβάκι,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν κάτω απʼ τον ήλιο,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν σε εργοστάσια
για το τίποτα, για πενταροδεκάρες
μπορώ να ακούσω τον ήχο των ανθρώπινων ζωών να θρυμματίζονται…
δεν ξέρεις πόσο τυχεροί
είμαστε…

όμως εσύ τα κατάφερες, μου λέει,
τα ποιήματά σου…

η αγάπη μου σηκώνεται από το κρεβάτι.
την ακούω στο διπλανό δωμάτιο.
η γραφομηχανή δουλεύει.

δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η προσπάθεια και η
ενέργεια
έχουν καμία σχέση
με τη δημιουργία.

υπόθέτω ότι σε θέματα όπως η πολιτική, η ιατρική,
η ιστορία και η θρησκεία
κάνουν επίσης
λάθος.

γυρίζω την κοιλιά μου από την άλλη μεριά και κοιμάμαι
με τον πισινό μου προς το ταβάνι έτσι για αλλαγή.


Charles Bukowski

14.5.10

Σαν νυχτολούλουδο μες στα τσιμέντα...



… Αναζητώ την υπηρέτρια σε όλο το δεύτερο όροφο. Την πετυχαίνω ανεβασμένη σε μια σκαλίτσα να ξεσκονίζει τα πάνω ράφια της βιβλιοθήκης μου.

«Βιργινία», της λέω, «ίσως θα ήταν καλύτερα να κατέβεις κάτω και να δόσεις ένας χεράκι… Πριν λίγο πέθανε ο πατέρας μου και κάτω γίνεται χαμός από κόσμο…»

Με κοιτάζει εμβρόντητη.

«Πότε έγινε αυτό;»

Το θυσανωτό ξεσκονόπανο αιωρείται αναποφάσιστο απάνω από τα ράφια με την αγγλική έκδοση της εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα.

Φοβάμαι ότι μπορεί να της έρθει ταμπλάς, να πέσει από τη σκάλα και να σπάσει κανένα χέρι ή κανένα πόδι. Γι’ αυτό και πηγαίνω κοντά να της κρατήσω τη σκάλα και να την πιάσω, σε περίπτωση πτώσης. Υψώνοντας το βλέμμα μου προς το μέρος της, θέλοντας και μη, βλέπω και κάτω από τη φούστα της. Αν και βρίσκομαι σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής φόρτισης, νιώθω ένα τεράστιο κύμα ορμονών να σπάει τους υδατοφράκτες και να με κατακλύζει, προκαλώντας μου μια διέγερση άνευ προηγουμένου. Απλώνω το χέρι μου και την αγγίζω στη διχάλα, ψηλά, των ποδιών της.

Εκείνη με κοιτάζει με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη κι ύστερα χαμογελάει, σαν να καταλαβαίνει τι μου συμβαίνει.

«Καημενούλη μου…» λέει τρυφερά. «Ορφανό μου παιδάκι… Πέρασες πολλά σήμερα και πρέπει να χαλαρώσεις. Ασ’ το σ’ εμένα αυτό…»

Κατεβαίνει από τη σκάλα, κλειδώνει την πόρτα του γραφείου από μέσα και με πλησιάζει.

«Έχω διαβάσει κάπου ότι το καλύτερο γιατρικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις, για να μπορέσει κανείς να αποφορτιστεί και να γαληνέψει, είναι ο έρωτας», χαμογελάει με το γνώριμο τρόπο της και με πλησιάζει. «Στα γρήγορα. Χωρίς καθόλου προκαταρκτικά…»

Γδύνεται με πυρετώδεις κινήσεις.

«Ξάπλωσε», σχεδόν με διατάζει. «Στο πάτωμα… Θα δεις ότι θα σου αρέσει καλύτερα εκεί. Μη φοβάσαι, είναι καθαρά, πριν από λίγο πέρασα το παρκέ με κερί και το γυάλισα…»
Ξαπλώνω. Το στήθος της (χαλαρωμένο, νερουλό, παρά το νεαρόν της ηλικίας της) ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά, καθώς χοροπηδάει πάνω μου. Ώρα πολλή, χωρίς να αλλάζει στάση, πέφτοντας στο στέρνο μου περίπου ανά πεντάλεπτο, για να σπαρταρήσει από τους απανωτούς οργασμούς.

Τις προηγούμενες φορές που είχαμε συνευρεθεί, της άρεσε πολύ (σχεδόν μου το επέβαλλε) να δοκιμάζουμε εξωφρενικές και συχνά επώδυνες στάσεις. Αλλά ετούτη τη φορά δε με αφήνει να κάνω τίποτα – ούτε καν να κουνηθώ. Τα κάνει όλα εκείνη. Εγώ πρέπει απλώς να χαλαρώσω και να την αφήσω να βγάλει γραμμάριο το γραμμάριο όλο το συναισθηματικό φορτίο από μέσα μου.

Αλλά ο κύριος λόγος που δεν κάνω τίποτα (καταγράφοντας και αναλύοντας σιωπηλά τις κινήσεις, τα πρόστυχα λόγια, τους αναστεναγμούς και τα ουρλιαχτά της) είναι για να διαπιστώσω το κατά πόσον υπάρχει πραγματικά. Το κατά πόσον υπάρχει αυτό το σπίτι, αυτό το βαρύ, σκαλιστό γραφείο από μαόνι, αυτή η τεράστια βιβλιοθήκη με τους χιλιάδες δερματόδετους τόμους, ο αγαπημένος μου πίνακας του Σωτήρη Σόρογκα στον τοίχο…

Περνάνε ώρες, μέρες (ίσως και μήνες) με τη Βιργινία πάνω μου να καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες να με οδηγήσει σε οργασμό. Κι εμένα ανάσκελα στο παρκέ, να μην μπορώ να τελειώσω με τίποτα. Αιτία αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός ότι αμφισβητώ την ύπαρξή της.

Κόσμος ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, ακούγονται ήχοι επίπλων που μετακινούνται, κουζινικών που συγκρούονται μεταξύ τους, νερών που τρέχουν από βρύσες ή καζανάκια, διαπληκτισμοί. Κατά διαστήματα κάποιοι δοκιμάζουν ανεπιτυχώς να παραβιάσουν την πόρτα του γραφείου μου.

Η Βιργινία δε φαίνεται να ανησυχεί από την επ’ αόριστον παράταση αυτής της κατ’ ευφημισμόν συνουσίας. Σ’ αυτό το κορίτσι δώστου να έχει κάτι ανάμεσα στα σκέλια του και θα ξεχάσει ακόμα και το ότι οι άνθρωποι πρέπει να πιουν νερό, πρέπει να τραφούν, πρέπει να κοιμηθούν. Εγώ, αντιθέτως, αισθάνομαι ως απεργός πείνας.

Το άσχημο είναι ότι, εξ αιτίας αυτής της χρονοβόρας διαδικασίας, χάνω την κηδεία του πατέρα μου. Ελπίζω ότι (το πνεύμα του) θα με καταλάβει και θα με συγχωρέσει, αλλά σκέφτομαι τη μητέρα μου και τον κόσμο. Το σούσουρο, τις υποθέσεις, τις χαμηλόφωνες κουβέντες, τα κουτσομπολιά που θα έδωσαν και θα πήραν...

Σκέφτομαι ακόμα ότι, αν συνεχίσουμε έτσι, στο τέλος δε θα αντέξω. Υπολογίζω ότι ήδη έχω χάσει πάνω από είκοσι κιλά, ενώ η αφυδάτωση έχει μετατρέψει το δέρμα μου σε ξερό αιγυπτιακό πάπυρο, έτοιμο να τριφτεί και να γίνει σκόνη. Αλλά προσπαθώ να δω τα πράγματα από τη θετική τους πλευρά. Για παράδειγμα, λέω από μέσα μου ότι έπρεπε να χάσω κάμποσα κιλάκια. Εκτός αυτού, η νηστεία σε φέρνει πιο κοντά στο Θεό και στην αλήθεια. Δεν μπορεί – κάτι θα ξέρουν οι ασκητές και οι ερημίτες για να εφαρμόζουν χιλιάδες χρόνια τώρα αυτή τη μέθοδο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.

Καταλαβαίνω την αλληλοδιαδοχή της ημέρας με τη νύχτα από το φως (ή την απουσία του) στο παράθυρο του γραφείου μου, πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες. Κάποια στιγμή (απογευματάκι θα πρέπει να είναι), από την απίθανη σιγαλιά που επικρατεί στον έξω κόσμο, συνειδητοποιώ ότι χιονίζει. Θέλω να σηκωθώ από το πάτωμα και να χαρώ, έστω οπτικά, αυτό το λευκό θαύμα που σκεπάζει τον κήπο μου, αλλά δεν μπορώ. Δεν μου έχουν απομείνει καθόλου δυνάμεις. Η Βιργινία συνεχίζει ακάθεκτη να "βολοδέρνει" πάνω στο σκέλεθρό μου. Αδύνατον να της ξεφύγω.

Παύω να σκέφτομαι. Απ’ όλες μου τις αισθήσεις μονάχα η ακοή λειτουργεί κάπως ικανοποιητικά. Τα βράδια, από ένα λαϊκό κέντρο διασκέδασης απέναντι (παλιότερα δεν υπήρχε, τώρα τελευταία θα πρέπει να άνοιξε), ακούω τα καινούργια τραγούδια της χειμερινής σεζόν. Ειδικά ένα, που έξω θα πρέπει να έχει γίνει μεγάλο σουξέ, γιατί επαναλαμβάνεται κάμποσες φορές κάθε βράδυ. Δεν ξέρω ποιος το λέει ούτε ποιος είναι ο συνθέτης, αλλά μου κολλάει στο μυαλό. Το επαναλαμβάνω κι εγώ από μέσα μου, σαν ξόρκι.
Έτσι ετοιμάζομαι να εγκαταλείψω τα εγκόσμια, με μια μητρομανή καρφωμένη πάνω στο μόριό μου κι ένα τραγούδι του συρμού καρφωμένο στο μυαλό μου – "Μύριζες όμορφα σαν άγρια μέντα / σαν νυχτολούλουδο μες στα τσιμέντα…"

Λένε ότι, όταν κάποιος βρίσκεται στα τελευταία του, έχει διάφορες παραισθήσεις. Σε αυτές αποδίδω και το γεγονός ότι μυρουδιές νυχτολούλουδου και άγριας μέντας πλημμυρίζουν τα πνευμόνια μου. Πρέπει να είναι παραίσθηση, γιατί εδώ και πολύν καιρό η αίσθηση της οσμής με έχει εγκαταλείψει. Κάτι σοβαρό πρέπει να συμβαίνει, γιατί η Βιργινία σταματάει τις παλινδρομικές της κινήσεις. Τινάζεται όρθια και ντύνεται γρήγορα. Το ίδιο βιαστικά ντύνει κι εμένα. Με σηκώνει στα χέρια της και με βάζει να καθίσω πίσω από το γραφείο μου. Μου δείχνει πανικόβλητη την πόρτα. Πάλι δεν καταλαβαίνω. Πιάνει ένα φύλλο χαρτί και γράφει: "Πίσω από την πόρτα είναι η δεσποινίς Κατερίνα.

Την κατάλαβα από τον τρόπο που χτύπησε. Τι να κάνω;"

«Άνοιξέ της!»

Δεν ξέρω αν το είπα αυτό ή το διάβασε μόνη της στα θολά μου μάτια. Ανοίγει την πόρτα, καλησπερίζει την αγαπημένη μου με σεβασμό και ανεβαίνει στη μικρή αλουμινένια σκαλίτσα για να συνεχίσει το ξεσκόνισμα της βιβλιοθήκης.

Η αγαπημένη μου μπαίνει μέσα. Φοράει ένα απλό ανοιξιάτικο λινό φόρεμα, χρώματος ουρανί, και μεγάλα ασημένια σκουλαρίκια-χαλκάδες. Τα μαλλιά της είναι χτενισμένα προς τα πίσω. Αφήνει την τσάντα που κρατάει πάνω στο γραφείο μου και σκύβει να με φιλήσει.

«Τι κάνεις κλειδωμένος ολομόναχος εδώ μέσα; Άνοιξε τουλάχιστον τα παράθυρα. Έξω είναι χαρά Θεού…»

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Αφήστε και λίγο γλυκό για μας, κύριε Κάφκα!...", εκδόσεις Κέδρος, 2004.)

11.5.10

Καληνύχτα Νάρκισσε



Αποτυχημένη γενιά του 21ου αιώνα.
Υπερπληροφόρηση, υπερφόρτιση,
απουσία δυνατότητας προσανατολισμού,
αδυναμία εστίασης.

Ο ρομαντισμός πέθανε,
η σεξουαλική απελευθέρωση
θεωρείται δεδομένη και βαρετή,
παντού ωμότητα και χάος.

Γιατί όλα φαίνονται τόσο μπλεγμένα;
Επιβάλλοντας στον εαυτό σου
να θέλει αυτό που οι άλλοι
σου υποδεικνύουν ως σωστό,
συνεχίζεις νομίζοντας ότι όλα
βελτιώνονται,
ενώ βουλιάζεις όλο και περισσότερο
στα ίδια συναισθηματικά αδιέξοδα.

Γιατί μέσα σου ξέρεις
πως αυτό δεν τον θέλεις.
Δεν θέλεις καν να το θέλεις.
Δεν ξέρεις τι θες, θες όμως να το ψάξεις.

Στο όνομα αυτής της αναζήτησης
δοκιμάζεις και δοκιμάζεις και δοκιμάζεις.
Και τίποτα δεν σε ευχαριστεί τελικά,
όλα τα βαριέσαι.

Κάθε φορά ερωτεύεσαι το αδύνατο.
Κινούμενη από καθαρό ενθουσιασμό,
κάθε βράδυ επιζητείς
και διαφορετικό άνθρωπο.

Ίσως καταλαβαίνεις ότι πληγώνεις
τον εαυτό σου και τους γύρω σου.
Δεν κάνεις, όμως πίσω,
γιατί απλά δεν θέλεις να συμβιβαστείς.

Αυτή η αναζήτηση,
όμως, που σε τροφοδοτεί
δεν θα σταματήσει ποτέ,
γιατί ψάχνεις το ανύπαρκτο.

Άδοξο τέλος,
όταν θα συνειδητοποιήσεις
ότι είσαι μόνος,
ότι όλοι γύρω σου σε άφησαν,
Νάρκισσε.

Σταμάτα να ερωτεύεσαι το Ωραίο.
Τότε θα δεις την διαφορά.


Γιώργος Κουτσοδιάκος

24.4.10

Η ευτυχία μου



Από τότε που κουράστηκα να ψάχνω
έμαθα να βρίσκω.
Από τότε που ένας άνεμος μου εναντιώθηκε
ταξιδεύω με όλους τους ανέμους

Φρίντριχ Νίτσε

10.4.10

Νύχτας παφλασμοί



"Γιατί υπάρχεις εσύ και με κοιτάς
προχωρώ και πέφτω με τα ρούχα
στη θάλασσα.

Δροσερά φιλιά
δοκιμάζουν τη μουσική
στο κορμί μου.

Kι ένα μικρό,
τρυφερό καβούρι
περπατά γυμνό
στην καρδιά μου."

Ν. Γρηγοριάδης

16.3.10

Τo άθικτο κρεβάτι



Έστρωσα το κρεβάτι χθες το βράδυ.
Σεντόνια αραχνούφαντα,
μαξιλαροθήκες δαντελένιες
χνουδωτά μαξιλάρια από στάχτη.
Σήμερα το πρωί δίπλωσα τα σεντόνια
ανέπαφα,ατσαλάκωτα
και τακτικά τα στοίβαξα και πάλι.
Μόνο στο πάτωμα είδα να διαγράφονται στην σκόνη
τα ίχνη των ποδιών σου.
Γιατί κάποτε η απουσία βαθουλώνει τις σκιές
και ότι λείπει είναι αυτό που μένει.

9.3.10

Εθελουσία οδός



... αν ότι ποτίζει την ψυχή
χυνότανε στη γη
κόλασες θα φυτρώνανε
με φύλλα παραδείσου
τα πάθη θα θηλάζανε
ότι γεννάει ζωή
κι οι άγγελοι θα δίψαγαν
την πίκρα της αβύσσου...



Μουσική Νότη Μαυρουδή
Διαβάζουν οι: Μαρίνος Διώτης, Γ. Ποταμίτης, Βίκυ Δραγουμανιώτη

5.3.10

Κοιμισμένος άντρας



Σε ποιο βάθος βρίσκεσαι, πόσο κάτω?
Να ένα ροζμαρί που έκλεψα στη βόλτα μου
και η πρώτη πασχαλιά της πλατείας.

Τ΄ αφήνω στο πάπλωμα.

Μιλάς στα όνειρά σου.Είμαι η παλλίροια που χτυπά,
δική μου είναι η ακτή.

Γεύση της θάλασσας, παλμός της καρδιάς μου.

Μη μ΄ αφήνεις, μη μ΄ αφήνεις.

Βουτάω από κάτω
εσύ σκληραίνεις στο στόμα μου.
Θα είσαι βαθιά μέσα μου όταν ξυπνήσεις,
ο παλμός σου δικός μου.

Κύμα που ιππεύω,
θα πάρω τα πάντα πρίν σπάσεις.

Πώλα Μήχαν/Δουβλίνο 1955

24.2.10

Από στήθους



Η μικρή Λουκρέτσια και ο ζωγράφος Φιλίπο, η Σελίν, μια πόρνη του 19ου αιώνα, ανοικονόμητης ομορφιάς, η Έμιλυ και μια δυναστεία θανάτου, η Μαρία από τον Ισπανικό Εμφύλιο, η Χάννα από το στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα, η Μαίρη Λέιν απ’ το Καντέρμπουρυ, η Άννα Μονς και ο Μέγας Πέτρος, αλλά και τόσοι άλλοι: Eίναι πλαστοί ήρωες που εισβάλλουν στην πραγματικότητα; Ή είναι ήρωες πραγματικοί, των οποίων η μοίρα πλαστογραφείται ανενδοίαστα; Πρόκειται για μία «από στήθους» βύθιση στην ιστορία; Άπλωμα στη γεωγραφία; Πολιτική σάτιρα; Ή για άγνωστες βιογραφίες που συναρθρώνονται αδιόρατα σε μία;

Οι ιστορίες του βιβλίου, ιστορίες ελαφρών ηθών και ιδεών, μοιάζουν, η καθεμιά λιγότερο ή περισσότερο, ανοιχτά φετιχιστικές. Περιστρέφονται γύρω από το γυναικείο στήθος, γύρω από αυτό το αξεπέραστο σύμβολο ζωής, ευτυχίας, πάθους και έρωτα. Θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει ως ύμνους ή παρωδίες ενός θέματος· μόνο που το πραγματικό θέμα, αισιόδοξο παρ’ όλες τις σκιές του, κρύβεται κάτω από το στήθος, ή και πίσω από αυτό.

13.2.10

Κι ύστερα...



Κι ύστερα,
πήρε να ροδίζει ο ουρανός
και του ορίζοντα η γραμμή να χάνεται
μέσα σε λάμψεις
και φωτιές
και οράματα.
Κι ύστερα,
πήρε ν’ αχνοφαίνεται ο αποσπερίτης
Του Έρωτα η Κυρά που ξυπνάει τον πόθο.
Του ονείρου η καμπάνα
που συντροφεύει το μελαγχολικό καμηλιέρη της αναπόλησης
στην έρημο της μοναξιάς.
Κι ύστερα,
πήρε να ξεπροβάλλει
πίσω από τ’ ασημόχτιστα σύννεφα η Σελήνη.
Η χλομή θυγατέρα της νύχτας
Θολή,
Μυστηριώδης,
Μαγική!
Να πυρπολεί τη φαντασία.
Να συδαυλίζει τα πυρωμένα κάρβουνα
στης αγάπης το τζάκι.
Κι όλο να παίρνει τη μορφή σου.
Κι όλο να λάμπει το βλέμμα σου.
Κι όλο να κελαρύζει η Σειρήνα η φωνή σου
το γλυκολάλητο τραγούδι του απερίγραπτου πάθους.
Κι όλο να ιριδίζει ο άλικος δίσκος της χιλιάδες χρώματα.
Εξαίσια αρώματα να αναβλύζει.
Κι εγώ να χάνομαι
ν’ αποκοιμιέμαι
να παραδίνομαι, σκλάβος αυτόβουλος,
στου Έρωτα το μαχαίρι το ηδονικό!

6.2.10

Ωδή σε μια μικρή μέρα


Χαράζω ένα κύμα στο χαρτί να λικνίσει τις λέξεις-λέμβους
αντί να υπογραμμίσω...

Εκείνο το πρωινό στη Ρίζα
Φλεβάρη μήνα στην παραλία
η ερημιά αντηχούσε διηγήσεις
κι αδημονούσε ο ήλιος
να στέψει περιπάτους, μακροβούτια κι αγκαλιές
σύννεφα παρόντα
να μαρτυρούν χειμώνα μα ανήμπορα να
τιθασεύσουν τις ανταύγειες
και η θάλασσα βουβή και
πένθιμη σαν φθινοπωρινό απόγευμα
τη μοναξιά της τάραζε ένα καΐκι αληθινό.

Tζαβάρας Χρήστος

5.2.10

Σιωπηλοί κι ακίνητοι



Ε, σώπασε…
Λοιπόν σώπασε…
Νιώσε πόσο ανάλαφρη είναι η στιγμή
Η ατμόσφαιρα έχει τώρα καλμάρει
Λίγο διαφέρουν οι λέξεις, οι φωνές, οι ψίθυροι από σώμα σε σώμα
Όπως τα χέρια αποκαθιστούν την επαφή
Όπως η αφή χαίρεται την άλλη σάρκα
Η αίσθηση του πριν και του τώρα
πόσο μοιάζουν.
Ξανασμίγεις με τα ίδια λόγια,
με τα ίδια βογγητά,
μόνο τα πρόσωπα διαφέρουν
μόνο τα ονόματα
Που ήσουνα;
Φυλάξου απ’ τη σιωπή…
Μήπως ξέρουμε τάχα που μπορεί,
Μέσα σε μια στιγμή
Να σε πάει και να με πάει;
Μίλα μου!
Σου μιλώ!
Σε κρατώ!
Κράτα με γερά κι εσύ!

Δημήτρης Βαρβαρήγος

30.1.10

Eρωτική πόλη



I

Του είπα πως έπρεπε να κρυφτώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κρύβουμε τα μάτια.
Και του είπα πως έπρεπε να κοιμηθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κοιμίζουμε τα όνειρα.
Του είπα πως έπρεπε να ανάψω φως και να ντυθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να βγαίνουμε γυμνοί μόνο στα ψέματα.
Χωρίς κρυψώνα, χωρίς ύπνο, χωρίς το φόρεμα μου
με τις λεπτές τιράντες λουλουδάτες
έπρεπε να είχε, ήδη, φύγει.
Εκείνος απάντησε πως έτσι ήταν.
Πως έπρεπε να κρεμαστεί από τις τιράντες μου.



II

Στη ζωή του εκλιπάρησε για παράδοξες όψεις
και πάντοτε μάτωνε πριν προλάβεις να κόψεις.
Του γελάσαν και μπλόφαρε, αδυναμία της έξης
τους φίλησε και αφέθηκε στη μαγεία της λέξης.
Βγήκε νύχτα στους δρόμους μα τον έπιασε μπόρα
στα υπόστεγα πούλαγαν δονητές με την ώρα.
Πέταξε ονόματα, γράμματα, μυρωδιές σωμάτων
τα έθαψε και τα σκέπασε με σωρούς χωμάτων.
Ένα βράδυ ξεφώνισε "σημαδέψτε τον πιανίστα".
Το τολμήσαν από έρωτα ή για να διώξουν τη νύστα;
Στα ταξίδια του πάτησε και νερά και μουράγια
καταβύθισε τρόπους, αριθμούς και ναυάγια.
Ανασήκωσε φούστες, να πληρώσει τα διόδια
τις πήρε με τη βία, τον αλείψαν ιώδια.

Κι εγώ που γεννήθηκα σε μια ανέραστη πόλη
-άλλο ψέμα-
θα δαγκώσω τα χείλη μου
ως να φτάσουν στο αίμα.

Tριανταφυλλίδου Γεωργία

15.1.10

Η Ιστορία της ζωής μου



«Πείτε μου κάτι Μάρθα, με θεωρείτε άνθρωπο έντιμο, ναι ή όχι;»

«Ασφαλώς , ναι»

«Πολύ ωραία τότε. Θέλετε να μου το αποδείξετε;»

Θα πρέπει να ξαπλώσετε κοντά μου εντελώς απαλλαγμένη από κάθε είδους ρουχισμού που καλύπτει το θεσπέσιο κορμί σας, και να βασιστείτε στον λόγο της τιμής μου, που σας δίνω τώρα, ότι δεν πρόκειται να σας αγγίξω ούτε με το μικρό μου δαχτυλάκι. Εξάλλου, τι έχετε να φοβηθείτε; Δε θα είστε ελεύθερη να σηκωθείτε από το κρεβάτι αν κάνω κάτι που δεν σας αρέσει; Για να μην πολυλογώ, αν δεν υποσχεθείτε ότι θα μου αποδείξετε με αυτόν τον τρόπο την εμπιστοσύνη σας, έστω όταν βεβαιωθείτε ότι με πήρε ο ύπνος , δεν πέφτω να κοιμηθώ.

Συμφώνησε στην προτασή μου. Στην συνέχεια σταμάτησα να μιλάω κι έκανα πως αποκοιμήθηκα, ενώ αυτή φορούσε το νυχτικό της. Μετά από λίγο η Μάρθα μου είπε ότι θα έκανε κι αυτή το ίδιο μόλις έβλεπε ότι είχα κοιμηθεί. Μου έδωσε την υπόσχεσή της, οπότε της γύρισα την πλάτη, έβγαλα όλα μου τα ρούχα, γύρισα στο κρεβάτι και την καληνύχτισα.

Προσποιήθηκα ότι με πήρε αμέσως ο ύπνος, αλλά μετά από ένα τέταρτο περίπου κοιμόμουνα στ' αλήθεια.



Ξύπνησα μόνο όταν ένιωσα κι εκείνη να χάνεται, αλλά γύρισα αμέσως στο άλλο πλευρό και συνέχισα τον υποτιθέμενο ύπνο μου. Δεν έκανα την παραμικρή κίνηση παρά μόνο όταν είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι είχε αποκοιμηθεί. Αν δεν κοιμόταν πραγματικά, μπορούσε τουλάχιστον να προσποιείται. Μου είχε γυρίσει τις υπέροχες, κατάλευκες πλάτες της, οι οποίες φωσφόριζαν στο θεοσκότεινο δωμάτιο.

Άρχισα να την χαϊδεύω απαλά προς το μέρος που ήμουν στραμμένος. Τη βρήκα κουλουριασμένη και καλυμμένη από την νυχτικιά της, αλλά μην κάνοντας τίποτα που θα την ξάφνιαζε και προχωρώντας όσο πιο σιγά και απαλά γινότανε, δεν άργησα να την πείσω ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μην προσποιείται ότι κοιμόταν και να με αφήσει να συνεχίσω.

Λίγο-λίγο της ίσιωσα το σώμα, λίγο-λίγο ξεκουλουριάστηκε και λίγο-λίγο, με αργές διαδοχικές αλλά αξιοθαύμαστα φυσικές κινήσεις, ήρθε στην πιο κατάλληλη θέση για να μου δοθεί χωρίς να προδοθεί.
Εγώ ελεύθερος πλέον έπιασα δουλειά, αλλά για να ανταμειφθούν οι κόποι μου, ήταν απαραίτητο να λάβει κι εκείνη μέρος ανοιχτά και ειλικρινά πια, κάτι που στο τέλος την ανάγκασε να κάνει η φύση.
Την βρήκα υπεράνω κάθε υποψίας και, μαντεύοντας τον πόνο που θα πρέπει να είχε νιώσει, ομολογώ ότι απόρησα. Υποχρεωμένος να τη σεβαστώ , ήθελα να της δείξω την ευγνωμοσύνη μου.

Με πολύ μεγάλες προφυλάξεις, σα να φοβόμουν πραγματικά μην την τρομάξω, άρχισα να της προσφέρω όλα όσα μπορούσε να θέλει η ψυχή της, προσπαθώντας ταυτόχρονα να βεβαιωθώ ότι ήταν στα ουράνια. Και συνέχισα με την ίδια τακτική μέχρι τη στιγμή που, κάνοντας μια πολύ φυσική κίνηση χωρίς την οποία δε θα μπορούσαν να αποφέρουν καρπούς οι προσπάθειές μου, με βοήθησε να φτάσω στο θρίαμβο. Τη στιγμή της κρίσης όμως δεν είχε πια τη δύναμη να συνεχίσει να προσποιείται. Πετώντας το προσωπείο, με έσφιξε στην αγκαλιά της και κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά μου. Όταν τελειώσαμε, της είπα:

«Είμαι βέβαιος ότι σου άρεσε Μάρθα».

«Ναι, και θα θεωρήσω τυχερό τον εαυτό μου».

«Μέχρι το τέλος της ζωής μου άγγελε μου! Ότι κάναμε ήταν καθαρό προϊόν αγάπης».

ΤΖΙΑΚΟΜΟ ΚΑΖΑΝΟΒΑ

Από το βιβλίο των εκδόσεων Καστανιώτη : «Η Γυναίκα της Ηδονής και άλλα ερωτικά κείμενα του 18ου και 19ου αιώνα».
__________________

10.1.10

Tο κέρασμα του απογεύματος



«Είπα στην αγάπη να κατέβω ένα απόγευμα – μη με ρωτάς που πήγα.»

Τα πιο ωραία, τα πιο γλυκά βιβλία, είναι εκείνα που βρίσκεις τυχαία, σε ανύποπτο χρόνο, ανύποπτο μέρος και με περίεργη διάθεση συνάμα. Ένα παλαιοβιβλιοπωλείο του κέντρου, μια φευγαλέα ματιά αλλά και η χαρά της στιγμιαίας απόφασης μου έδωσαν τροφή για σκέψη, ποιητική θα έλεγα, για αρκετό καιρό.

«Είσαι μια πόλη μέσα στη νύχτα. Η ερημιά σου είναι μια μονότονη υγρασία που κεντάει τα κόκαλα. Τα ονόματα των δρόμων σου παγώνουν στο πέρασμα του χρόνου. Όλα μέσα μου φωνάζουν να σε γνωρίσω (…)»

Ο Γιάννης Τζώρτζης αφηγείται μικρές ιστορίες μοναξιάς και κατάθλιψης, όπως εκείνες της γυναίκας του μικρού χωριού σε δύο επίπεδα. Μιλάει για ανθρώπους που σκέφτονται, σκέφτονται τα όνειρά τους, τη ζωή τους, τη πορεία της ύπαρξής του. Απευθύνεται στην Γυναίκα! Μια είναι η γυναίκα, και ένας ο έρωτας στα εωθινά λόγια του. Την κοιτάζει, βυθίζεται στα λόγια της, στα μάτια της, την μυρίζει, προσπαθεί να την καταλάβει…

«Ζεις σ’ ένα μόνο δωμάτιο και φέρνεις μέσα του τη θάλασσα και την αγχόνη.»

Πάνω από όλα ο ποιητής, ψυχογραφείται αλλά και ψυχογραφεί τα προσωπεία που παίρνει. Παίρνει τη θέση της γυναίκας προκειμένου να την νιώσει, μιλάει για τον εαυτό του, τον οικτίρει, τον ψέγει, τον κατηγορεί ίσως, μπορεί απλά και να τον μαλώνει. Αυτοκριτικάρεται όμως..

«Αργότερα στον καθρέφτη ένα άγνωστο πρόσωπο κάτι θυμίζει. Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότε.»

Το σημαντικότερο από όλα τα παραπάνω, όμως, είναι ότι ερωτεύεται. Και ερωτεύεται, δεν παίζει. Με όλη τη σημασία της λέξης. Ερωτεύομαι, ερωτεύεσαι, ερωτεύεται, ερωτευόμαστε, ερωτεύεστε, ερωτεύονται. Κάθε φορά που κλίνεις το ρήμα, κάθε φορά νιώθεις ότι αυτά που γράφει ο κυρ-Τζώρτζης είναι υπερχειλισμένα από την απόλυτη ηδονή του απόλυτου πάθους στην απόλυτη στιγμή της αιώνιας ευτυχίας του ανθρώπου.

«Δεν ξέρω πώς να σου το πω. Έρχεσαι καμιά φορά ξαφνικά στη ζωή μου, τα βράδια όταν ανοίγω γυρίζοντας την πόρτα και δεν έχω πουθενά να σε ζητήσω (…) Σ’ αυτό το άδειο δωμάτιο μπορώ να σου μιλήσω, να σε κρατήσω. Να παραδοθώ χωρίς να πονέσω (…)»

Κι ένας στίχος, μα τι στίχος :

«Το κορμί σου με βασανίζει πάντα, η μακρινή λευκότητά του. Η σκέψη του σώματός σου με κυκλώνει : τα χέρια σου, που βγαίνουν ξαφνικά από τους τοίχους, τα στήθη σου, ο πανικός του ονείρου.»

Μιλώντας για την μοναξιά, νομίζεις πως μια ελεγεία είναι έτοιμη για το αδηφάγο ποιητικό κοινό. Μα ο Τζώρτζης παραθέτει λίγες γραμμές, κάποιες λέξεις σκοτώνουν και μοιράζουν ραβασάκια στον μακρινό θάνατο των ωρών που έχουμε ξοδέψει όλοι μόνοι μας.

«Και τότε η νύχτα θα γίνεται βαθιά κι αμίλητη, η μοναξιά θα σφυρίζει στα παγωμένα κόκαλα, τα δωμάτια θα φουσκώνουν ως πάνω αίμα λευκό, και θα ‘ρχεσαι, που χάθηκες τόσο θα μου ψιθυρίζεις, το χέρι σου θα με αγγίζει, θα με σκορπίζει.»
Και ω! η ομορφιά, ύμνος στην θεότητα που σκότωσε ανθρώπους και υπάρξεις κυλίστηκαν στον βούρκο του θανάτου τους, λατρεύοντας τον διάβολο για χάρη της.
«Ας μπορούσα απόψε να σηκώσω τα μάτια μου στην ομορφιά. Θυμάμαι κάποτε ακούμπησα το πόδι σου στον πυρετό του απογεύματος, ήταν ζεστό και σκέφτηκα για μια στιγμή πόσο παρήγορη μπορεί η ανάσα της ζωής να είναι (…)»

Άκου Γιάννη Τζώρτζη, σε μια συζήτηση που είχα στα Εξάρχεια, χαρακτήρισα το «Κέρασμα..» ένα μικρό «Μονόγραμμα», σε τέτοιο βαθμό μου τα έδωσε τα συναισθήματα βαθιά μες στην ψυχή, κι ας γίνω ένας μικρός ιερόσυλος του Ελύτη, τον λατρεύω έτσι κι αλλιώς. Άκου Γιάννη Τζώρτζη θα γράψεις και πάλι για τον έρωτα και τα συν αυτώ πράγματα, για να ερωτευτούν κι άλλοι άνθρωποι - ακούς;

«Όλο το βράδυ γέμιζα το δωμάτιο με το κορμί της – το πρωί δεν είχε αέρα ν’ αναπνεύσω.»

Του Γιάννη Τζώρτζη

3.1.10

Ο λυσιμελής πόθος

Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
τις αλλεπάληλες επιφάνειες που σώρευσαν
οι καιροί.
Μα έπειτα δεν σου φτάνει.
Eπειτα θες να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ' το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.

Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δεν γινόταν αλλιώς.
O,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
O,τι μας γέμιζε χτες
ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.

(«Μεγάλο γράμμα», VI, 17)
Τίτος Πατρίκιος