24.2.10

Από στήθους



Η μικρή Λουκρέτσια και ο ζωγράφος Φιλίπο, η Σελίν, μια πόρνη του 19ου αιώνα, ανοικονόμητης ομορφιάς, η Έμιλυ και μια δυναστεία θανάτου, η Μαρία από τον Ισπανικό Εμφύλιο, η Χάννα από το στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα, η Μαίρη Λέιν απ’ το Καντέρμπουρυ, η Άννα Μονς και ο Μέγας Πέτρος, αλλά και τόσοι άλλοι: Eίναι πλαστοί ήρωες που εισβάλλουν στην πραγματικότητα; Ή είναι ήρωες πραγματικοί, των οποίων η μοίρα πλαστογραφείται ανενδοίαστα; Πρόκειται για μία «από στήθους» βύθιση στην ιστορία; Άπλωμα στη γεωγραφία; Πολιτική σάτιρα; Ή για άγνωστες βιογραφίες που συναρθρώνονται αδιόρατα σε μία;

Οι ιστορίες του βιβλίου, ιστορίες ελαφρών ηθών και ιδεών, μοιάζουν, η καθεμιά λιγότερο ή περισσότερο, ανοιχτά φετιχιστικές. Περιστρέφονται γύρω από το γυναικείο στήθος, γύρω από αυτό το αξεπέραστο σύμβολο ζωής, ευτυχίας, πάθους και έρωτα. Θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει ως ύμνους ή παρωδίες ενός θέματος· μόνο που το πραγματικό θέμα, αισιόδοξο παρ’ όλες τις σκιές του, κρύβεται κάτω από το στήθος, ή και πίσω από αυτό.

13.2.10

Κι ύστερα...



Κι ύστερα,
πήρε να ροδίζει ο ουρανός
και του ορίζοντα η γραμμή να χάνεται
μέσα σε λάμψεις
και φωτιές
και οράματα.
Κι ύστερα,
πήρε ν’ αχνοφαίνεται ο αποσπερίτης
Του Έρωτα η Κυρά που ξυπνάει τον πόθο.
Του ονείρου η καμπάνα
που συντροφεύει το μελαγχολικό καμηλιέρη της αναπόλησης
στην έρημο της μοναξιάς.
Κι ύστερα,
πήρε να ξεπροβάλλει
πίσω από τ’ ασημόχτιστα σύννεφα η Σελήνη.
Η χλομή θυγατέρα της νύχτας
Θολή,
Μυστηριώδης,
Μαγική!
Να πυρπολεί τη φαντασία.
Να συδαυλίζει τα πυρωμένα κάρβουνα
στης αγάπης το τζάκι.
Κι όλο να παίρνει τη μορφή σου.
Κι όλο να λάμπει το βλέμμα σου.
Κι όλο να κελαρύζει η Σειρήνα η φωνή σου
το γλυκολάλητο τραγούδι του απερίγραπτου πάθους.
Κι όλο να ιριδίζει ο άλικος δίσκος της χιλιάδες χρώματα.
Εξαίσια αρώματα να αναβλύζει.
Κι εγώ να χάνομαι
ν’ αποκοιμιέμαι
να παραδίνομαι, σκλάβος αυτόβουλος,
στου Έρωτα το μαχαίρι το ηδονικό!

6.2.10

Ωδή σε μια μικρή μέρα


Χαράζω ένα κύμα στο χαρτί να λικνίσει τις λέξεις-λέμβους
αντί να υπογραμμίσω...

Εκείνο το πρωινό στη Ρίζα
Φλεβάρη μήνα στην παραλία
η ερημιά αντηχούσε διηγήσεις
κι αδημονούσε ο ήλιος
να στέψει περιπάτους, μακροβούτια κι αγκαλιές
σύννεφα παρόντα
να μαρτυρούν χειμώνα μα ανήμπορα να
τιθασεύσουν τις ανταύγειες
και η θάλασσα βουβή και
πένθιμη σαν φθινοπωρινό απόγευμα
τη μοναξιά της τάραζε ένα καΐκι αληθινό.

Tζαβάρας Χρήστος

5.2.10

Σιωπηλοί κι ακίνητοι



Ε, σώπασε…
Λοιπόν σώπασε…
Νιώσε πόσο ανάλαφρη είναι η στιγμή
Η ατμόσφαιρα έχει τώρα καλμάρει
Λίγο διαφέρουν οι λέξεις, οι φωνές, οι ψίθυροι από σώμα σε σώμα
Όπως τα χέρια αποκαθιστούν την επαφή
Όπως η αφή χαίρεται την άλλη σάρκα
Η αίσθηση του πριν και του τώρα
πόσο μοιάζουν.
Ξανασμίγεις με τα ίδια λόγια,
με τα ίδια βογγητά,
μόνο τα πρόσωπα διαφέρουν
μόνο τα ονόματα
Που ήσουνα;
Φυλάξου απ’ τη σιωπή…
Μήπως ξέρουμε τάχα που μπορεί,
Μέσα σε μια στιγμή
Να σε πάει και να με πάει;
Μίλα μου!
Σου μιλώ!
Σε κρατώ!
Κράτα με γερά κι εσύ!

Δημήτρης Βαρβαρήγος