31.12.09

Το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα...



Αταίριαστες σκέψεις στη σειρά. Προσπάθειες να ξεγελάσω την αλήθεια μου. Να την ντύσω. Να της φορέσω τα καλά της για τη σημερινή γιορτινή (;) βραδυά. Δίχως πολλά φτιασίδια για να την αναγνωρίσεις…

Ανοησίες, νομίζεις πως εκφράζεσαι!

Μη… Άσε τα υφάσματα. Μη σου λέω. Σταμάτα τις σκέψεις. Μη... Κρύψτες σε μια ντουλάπα, σε ένα συρτάρι, στο βάθος. Σε ένα βάθος. Την αλήθεια ξέχνα την. Μήπως και σε ξεχάσει κι αυτή. Λίγο τρυφερά αν τη δεις, θα γίνει το κλουβί σου. Γκρίζο κλουβί με μεταλλικό κέντημα.

Ξέχνα κάθε μικρή αλήθεια που σε παίδεψε. Με το χρόνο, αυτόν που αλλάζει απόψε. Κι όταν την δεις μπροστά σου ξανά, να μην την αναγνωρίσεις όσο κι αν πλησιάσει. Σταμάτα να πονάς. Στην καρδιά… Να νιώθεις το τσίμπημα. Το βάρος.

Τα πλάσματα γύρω σου μικρές κατάρες που αναζητούν αγάπη στους κήπους με τα εκατόφυλλα. Που τρυπιούνται από τα αγκάθια τους μα συνεχίζουν να ψάχνουν. Δεν ξέρουν ότι η αγάπη βρίσκεται στν αχνό της νυχτιάς, ψηλά δηλαδή, κι όχι σε κήπους με εκατόφυλλα. Κι ούτε χρειάζεται να το μάθουν ποτέ, μην πήξουν οι ωραίες πληγές τους.

Μολυβένιες καρδιές σε παραδείσους με εκατόφυλλα…



Αλμύρα, ιβίσκοι, άμμος, μικρές πεταλίδες, φοίνικες, στόματα που γυρεύουν καυτά φιλιά, παγωτό σοκολάτα, καπνός, τσιγάρα, ωκεανός από χάδια, κέρινο φως, φεγγάρι, σταλαματιές πόθου, μαρμάρινοι απόηχοι, βελόνια από έλατα στο στήθος, στα μαλλιά.

Παντού δυναμίτες…

Ύπνος με αγκαλιές τα καυλωμένα βράδυα, σεργιάνα σε πόλεις που αγαπάς, κάστρα σκαρφαλωμένα στα σύννεφα, ουρανός βραδινός γεμάτος μαβιές πινελιές, βόλτες μαζί σου. Σου κρατώ το χέρι και η ψυχή μου συνεχίζει να χτυπά.

Όλα έχουν θέση στο Ιμαρέτ της καρδιάς μας. Σ’ αγαπώ…

16.12.09

Eξ επαφής



«Άπλωσε τα πυκνά σου πέπλα,
νύχτα, προστάτισσα του έρωτα, κλείσε τα μάτια των αδιάκριτων,
για να ορμήσει ο Ρωμαίος μου στην αγκαλιά μου
χωρίς κανένας να τον δει και να τον μαρτυρήσει.

Στους εραστές αρκεί το φως της ομορφιάς τους
για να βλέπουν όσο αγαπιούνται· χώρια που ο έρωτας,
τυφλός καθώς τον λένε, προτιμάει το σκοτάδι.

Έλα, νύχτα σεμνή, δέσποινα σεβαστή κατάμαυρα ντυμένη,
και δίδαξέ με πώς θα κερδίσω σ’ ένα παιχνίδι
όπου δυο αμόλυντα κορμιά θα χάσουνε την παρθενιά τους.

Σκέπασε με τον μαύρο μανδύα σου το αίμα μου,
που άντρα δεν έχει γνωρίσει και μου καίει τα μάγουλα,
ωσότου ο άμαθός μου έρωτας να ξεθαρρέψει
και να καταλάβει πως κάθε αληθινή αγάπη είν’ αγνή.»

[Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ανθολόγιο, μτφ Ερρίκος Μπελιές, εκδ. Κέδρος]

7.12.09

Συνομιλίες με τον παγωμένο φεγγάρι του χειμώνα...


Ποτέ δεν ξεχνώ να κοιτώ τον ουρανό κατά τη διάρκεια της ημέρας. Να τον κοιτώ και να συνομιλώ μαζί του. Κάθομαι στην πολυθρόνα μου, και κοιτάζω έξω από το παραθύρι μου. Είναι πάντα εκεί ψηλά. Συνεπής στο ραντεβού μας. Τον χαζεύω και σκέφτομαι όσα έχω αφήσει πίσω στην πολιτεία.

«Πόσες μέρες περπάτησες; Πόσες μέρες περπάτησες, πόσες ώρες, πόσα χρόνια για να βρεθείς μαζί του; Θυμάσαι τι χρώμα είχες στο μυαλό σου και ποια κλωστή ύφαινε τον δρόμο σου προς τα εκεί;».

Χαζεύω τον παγωμένο ουρανό και σκέφτομαι αυτά που έχω αφήσει πίσω στην πολιτεία.

Λίγες μέρες πριν κοιτάζοντας τον, μου φάνηκε ότι είδα ή μάλλον ονειρεύτηκα γιατί ο καυτός ήλιος έκαιγε το βλέμμα, το έπαιρνε και το ταξίδευε σε χρυσαφένια όνειρα. Είδα, μου φάνηκε, τα δυο φτερά ενός αγγέλου πάνω στα βότσαλα μιας παραλίας...

Το βράδυ αποκοιμήθηκα με αυτή την εικόνα. Μου κρατούσες σφιχτά το χέρι και δεν φοβόμουν.


Λίγες μέρες μετά, βρέθηκα σε μια αυλή με έναν μεγάλο φοίνικα. Η θάλασσα τόσο κοντά που αν άπλωνα το χέρι μου θαρρώ θα την άγγιζα. Το βράδυ στα ονείρατα μου, ξαπλώσαμε στην παραλία. Είχε ένα στρογγυλό, ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Ξύπνησα διψασμένη... Μπορεί μια σταγόνα να σβήσει τη δίψα και αν ναι, τότε γιατί πίνουμε τόσο νερό και δεν ξεδιψάμε; Δεν βρήκα νερό εκεί κοντά και άρχισα να κοιτάζω το φεγγάρι, όπως είχα κοιτάξει εκείνο το πρωί τον ήλιο και πάλι με έριξε σε ένα όνειρο, ή μάλλον ξύπνια ήμουν, γιατί θυμάμαι όλες εκείνες τις σκέψεις σαν ζωντανές.

Τις μέρες που το φεγγάρι γεμίζει κατεβαίνω στη θάλασσα, εκεί που εκείνο καθρεφτίζεται στο νερό. Μου άρεσε να το κάνω αυτό. Από μικρή... τότε ακόμη ο χωματόδρομος απέκλειε τις πολυπληθείς επισκέψεις. Όταν το φεγγάρι καθρεφτίζεται στη θάλασσα φτιάχνει ένα μεγάλο φωτεινό μονοπάτι. Πάνω του μπορείς να περπατήσεις χωρίς να χαθείς, γιατί το φεγγάρι πάντα σε βλέπει με το φως του και οδηγεί τον δρόμο σου. Αυτό το μονοπάτι που καθρεφτίζεται στην επιφάνεια της θάλασσας πολλοί το ονόμασαν μονοπάτι της αγάπης, είτε γιατί αγαπήθηκαν με το φως και τις αντανακλάσεις του, είτε γιατί νόμισαν ότι αγαπήθηκαν...


«Με το φεγγάρι μιλήσαμε από χτες που το είδα να γεμίζει». Είπαμε κάτι λόγια όμορφα, και εγώ του υποσχέθηκα σήμερα το βράδυ με τη γύμνια των αγγέλων, να διανύσω το φωτεινό μονοπάτι της αγάπης...

Σε ένα νησί, σκέφτηκα λοιπόν ότι ζούσε ένα αγόρι που κι αυτό μιλούσε με το φεγγάρι. Μπορούσε και το έβλεπε κι αυτό μέσα από το παραθύρι του.

Το φεγγάρι τότε σκέφτηκε ότι εμείς οι δύο μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες νερό, γιατί να μη μας βοηθήσει να μιλήσουμε μαζί...

Το αγόρι δεν ήξερε ότι υπήρχε κι άλλος άνθρωπος τόσο μακριά που του άρεσαν τα φεγγαρολόγια. «Αφού υπάρχει τέτοιο κορίτσι είναι θαύμα...», σκέφτηκε και ρούφηξε με απόλαυση ένα ποτήρι γλυκό κρασί από αυτό έπιναν οι μεγάλοι άντρες όταν είχαν πολλά κέφια ή όταν είχαν πολλές στεναχώριες.

«Στην υγειά του θαύματος λοιπόν», είπε, «που βρίσκεται τόσο μακριά». «Στην υγειά του αγοριού», ευχήθηκα κι εγώ, γιατί τώρα μπορούσα να ακούω ό,τι έλεγε το αγόρι μέσα από το φως του φεγγαριού.

Για να ξεδιψάσω ήπια τη θάλασσα από τον Μπάλο λίγο πιο κάτω στην ίδια πλευρά της Σάμου.

Ήπια την υγειά του αγοριού και προσπάθησα να γράψω λέξεις πάνω στο φωτεινό μονοπάτι του φεγγαριού, εκεί στο δέρμα της θάλασσας που χρύσιζε.

Άλλες έμειναν και άλλες βούλιαξαν...

«Σαν τα κύματα που πάνε και έρχονται το ένα πάνω στο άλλο, αγκάλιασε τις λέξεις που αφήνω πάνω τους και εμπιστεύσου τη συντροφιά τους», είπε το αγόρι.

«Σε λίγο θα κολυμπήσω στο μονοπάτι της αγάπης...», μου ξανάπε και ζήτησε από το φεγγάρι να με ρωτήσει εάν είχε να του στείλει καμιά ευχή...

«Να βγει αγνή και ποθητή από το νερό», είπε το αγόρι και παρακάλεσε το φεγγάρι να μου το στείλει μαζί με ένα φιλί.

«Θα γίνει αυτό που ευχήθηκες», του είπα, «πόσο κοντά όμως βρίσκεται ο πόθος στην αγνότητα», αναρωτήθηκα αλλά δεν ξέρω γιατί το ρώτησα αυτό και δεν ξέρω εάν περίμενα να πάρω απάντηση, αλλά το ρώτησα και παρακάλεσα κι εγώ το φεγγάρι να στείλει στο αγόρι εκεί μακριά ένα φιλί υγρό θαλασσινό με φεγγαρίσια γεύση.

Ξέρει το φεγγάρι από αυτά, γιατί και άλλες φορές έχει κάνει τον αγγελιαφόρο και ξέρει ότι τα φιλιά αυτά τού παίρνουν κάτι από τη γεύση του, είναι αυτά που τα λένε φεγγαρίσια.

«Μ΄ αρέσουν τα αρμυρά φεγγαρίσια φιλιά...»

Άρχισα να μπαίνω στη θάλασσα. «Μα είναι αληθινό αυτό το αγόρι», αναρωτήθηκα, «ή μήπως είναι μια οφθαλμαπάτη»... Το φεγγάρι μού απάντησε με τα λόγια του αγοριού:

«Αληθινός είμαι», είπε το αγόρι, «ακόμη και κάτω από το φως του φεγγαριού είμαι αληθινός, ακόμη και από τόσο μακριά είμαι αληθινός, ακόμη κι αν σου φαίνεται απίστευτο έτσι είναι. Και μου αρέσουν πολύ τα αρμυρά φεγγαρίσια φιλιά».

«Ναι, μάλλον έτσι είναι. Είναι αληθινός», σκέφτηκα και έκανα την πρώτη βουτιά.

«Αν φιλήσεις μια μικρή σταγόνα πριν διανύσει όλο το σώμα και χαθεί στην άμμο, θα έχεις διανύσει την απόσταση ανάμμεσα μας», είπα. «Α ναι! μάλλον την πρόλαβες, εσύ δεν ήσουν;...

Δίψασε λίγο η άμμος αλλά εσύ στ΄ αλήθεια έφτασες εδώ! Σ΄ ευχαριστώ που είσαι κι εκεί κι εδώ και παντού», του είπα.

«Μα κι εσύ με φίλησες και μου άρεσε», μου απάντησε το αγόρι. Δεν ξέρω αν το φεγγάρι έχει αυτιά στ΄ αλήθεια, αλλά εκείνη την ώρα το χαμόγελό του έφτανε μέχρι τα αυτιά... και αυτό είναι αλήθεια.

«Ναι μέχρι και το φεγγάρι χαμογέλασε με τα παιχνίδια μας», είπα. «Το είδες... Είμαι σίγουρη».

«Έχω καιρό να συγχρονιστώ τόσο τέλεια με φεγγάρι.

Διέσχισα το φως, το νερό και σε είδα», είπε το αγόρι.

«Μήπως είμαστε λίγο μάγοι;»

Βγήκα από τη θάλασσα... Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία σκέφτηκα. Όλα όσα ζω είναι αληθινά. Ακόμη κι ο φοίνικας μέσα στην αυλή, κι θάλασσα, και το νησί.

Είναι από τα πιο όμορφα βράδια που έχω περάσει συνομιλώντας με τη βοήθεια του φεγγαριού... με κάποιον που ήταν μακριά σε μία άλλη ακρογιαλιά και χάζευε το ίδιο φεγγάρι...

Το φεγγάρι γεμίζει μόνο μία μέρα τον μήνα. Όλες τις άλλες μέρες μεγαλώνει ή μικραίνει.

Έτσι είναι και η ζωή.

Την επόμενη φορά που θα δείτε γεμάτο φεγγάρι και θα είστε κοντά στη θάλασσα κολυμπήστε στο μονοπάτι της αγάπης, στο φωτεινό μονοπάτι που ζωγραφίζει το φεγγάρι πάνω στην επιδερμίδα της θάλασσα, ζητήστε από το φεγγάρι να μιλήσει μαζί σας.

Και ποιος ξέρει... ίσως όλα να βγουν αληθινά.

4.12.09

Τα χαμένα πορνογραφήματα της Δρ. Ποστ Πουρί


Κι αφού δεν μπόρεσα ποτέ μου να σε έχω, όπως εγώ πόθησα, ούτε καν στο όνειρο, το πανούργο μου μυαλό σκέφτηκε τη θέση σου να πάρει.
Τώρα εγώ είμαι εσύ κι εγώ μια άλλη. Όμορφη και δυνατή, όπως θα μ’ ήθελες. Κι εγώ μέσα από εσένα την αγάπησα, όσο μπορεί καρδιά ανθρώπου ν ‘αγαπήσει.
Τη χάζευα τις νύχτες να κοιμάται γυμνή, στο κρεβάτι της. Λίγο σεντόνι ίσα που σκέπαζε το φύλο της και σαν κλέφτης εγώ, στις μύτες να εισχωρώ στη κάμαρά της να την ξυπνήσω με χάδια και φιλιά όπως κι εσύ με ξύπναγες.
Άλλη φορά πάλι, ονειρεύτηκα πως ταξίδι την επήγα. Σ ‘ ένα μικρό ξενοδοχείο πάνω στην αμμουδιά. Ποια αμμουδιά δεν ξέρω να σου πω. Κι ήταν χαρούμενη σαν το παιδί και γέλαγαν τα μάτια και το σώμα της κι εγώ την λάτρευα ακόμα πιο πολύ.
Ξυπνάγαμε νωρίς να δούμε την Ανατολή. Εκείνη την έβλεπε στον ορίζοντα, εγώ μέσα από τα μάτια της, έτσι όπως έμοιαζε η ίδια με τον ήλιο. Πως θα μπορούσα εσύ, να μείνω ασυγκίνητος από μια τέτοια ύπαρξη; Που όλη φως έλαμπε και τα μάτια της πέταγαν σπίθες να ανάβω το τσιγάρο μου και να την γεύομαι.
Έγινα εσύ και την αγάπησα. Εκείνη που χωρίς εγώ να είμαι, μοιάζαμε. Και την αγάπησα πολύ, όσο μπορεί καρδιά ανθρώπου ν’ αγαπήσει. Χωρίς αρχή και τέλος. Μόνο μέση, μέση, μέση, μέση…
Στην αγκαλιά σου με κράτησα και με νανούρισα με λόγια ερωτικά από εκείνα που δεν συνήθιζες να μου λες. Γευόμουν από το στόμα σου, τα τηγανιτά αυγά που σου τηγάνιζα στο κουζινάκι με τον σκοταγωγό.
Τραγούδια από το στόμα σου, μου τραγούδησα. Αυτά που αρέσαν και στους δυο μας. Σου κράτησε σεκόντο και εγώ που ήμουν πλέον εσύ, χαμογέλαγα κι έλαμπα όπως κι εσύ.
Αυτά ονειρεύομαι κι αφού δεν μπόρεσες ποτέ να μ’αγαπήσεις όπως θέλησα, έγινα εσύ και με λάτρεψα!

Dana Semitecolo