30.8.10

Οι «Ανατολικοί δρόμοι»



Οι πόθοι μας νύσταξαν κάποιο πρωί
και στον ύπνο τους πέθαναν.
Μάθαμε να ζητάμε στη ζωή μας τα λίγα.
Αλλάξαμε τα μεγάλα ταξίδια στ’ απλόχερα πέλαγα
με φτωχά καρυδότσουφλα στου δρόμου τ’ απόνερα.
Η ορμή μας να σκίσουμε τα γαλάζια ακροούρανα
ξεχάστηκε στα φτερά πεταλούδας, σαν όνειρο.
Οι χαρές μας πεθάνανε πριν γεννηθούν
κι οι λύπες αγγίξανε μόνο τα μάτια μας.
Σ’ ακίνητους βάλτους θρονιάστηκε η σκέψη μας.
Τα λόγια μας πνίγηκαν στη διαρκή επανάληψη.
Και συνηθίσαμε να λέμε: Όλα πάνε καλά.
Σε μια τεχνητή ηρεμία να βουλιάζει το είναι μας
και να’ ναι το σήμερα η πιστή αντιγραφή του χτες.
Κρατηθήκαμε γερά απ’ τα χέρια μην πέσουμε
στην άσκοπη, τυφλή πορεία μας
μ’ ένα ηλίθιο χαμόγελο τραγικής ικανοποίησης.
Κι ήτανε η πορεία μας βήμα σημειωτό.
Μια θλιβερή πορεία μες στην νύχτα
Χωρίς πίστη, χωρίς ιδανικό.

Κάποιες ώρες η ψυχή ξαστερώνει
κι ακούει από πέρα μηνύματα
των άστρων το κάλεσμα
των κυμάτων την άρμη
του φωτός τις παλίρροιες
των φτερών την ορμή.
Κάποιες ώρες
η ψυχή ξαστερώνει
κι η ψυχή λαχταρά
σαν πουλί.

Κι οι πόθοι μας ξύπνησαν κάποιο πρωί
καθώς είχαν υπνώσει.
Των ματιών μας τα βύθη πλημμύρισαν όνειρα.
Τώρα στ’ αλήθεια μπορούμε και βλέπουμε
λες κι ο κόσμος καινούργιος ξαναπλάστηκε γύρω μας.
Καταλύσαμε πια του χτες τις καστρόπορτες.
Λιποτάχτες του κράτους της νάρκης γινήκαμε.
Σπάσαμε τις πρυμάτσες που ανήλεα μας έδεναν
θλιβερούς αιχμαλώτους των χαμένων ελπίδων μας.
Η γιορτή της Ανάστασης μας βρήκε στο ψήλωμα
μ’ αναμένει λαμπάδα τη σκέψη μας.
Της καρδιάς μας το φλάμπουρο ρίγησε
στον αγέρα που στείλαν οι πρώτοι ορίζοντες.
Οι καινούργιοι μας δρόμοι που με πόνο ανοιχτήκανε
κι ανοιχτήκαν με δάκρυα, δε γνωρίζουν φραγμό.
Οδηγοί μας οι πόθοι οι νεκροί που αναστήθηκαν
και χάνονται πίσω μας των παλιών οι κοιλάδες.
Ψηλά, οι κορφές που τα ουράνια τ’ αχνόφωτα αγγίζουνε
μας καλούνε να στήσουμε πάνω τους τρόπαια.
Οι καινούργιοι μας δρόμοι – ευτυχώς – δεν τελειώνουν.
Κει πάνω, είναι μόνο σταθμός.


Tης Καίτης Χιωτέλλη

17.8.10

Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή



Όλοι, εμείς, που σκάβουμε με τα νύχια μας τον ουρανό,
ώρα μεσάνυχτα, για να φωνάξουμε στον ήλιο "φτου ξελεφτερία".

Όλοι εμείς, που δραπευτεύουμε απ' το φεγγίτη της οδύνης,
για να φιλήσουμε στο στόμα τη χαρά.

Όλοι εμείς που μαλώσαμε στη μοιρασιά των άστρων.

Που δε συναντήσαμε ποτέ κανέναν στο δρόμο μας για να
μας δώσει πληροφορίες, κατά που πέφτει η σιγουριά.

Όλοι εμείς, που όταν όταν βρεθούμε κάτω από ερείπια,
διώχνουμε με χαμόγελα τους διασώστες.

Όλοι εμείς, που ψάξαμε στ' αζήτητα
να βρούμε τα στολίδια της ψυχής μας.

Που κάναμε τα μεγάλα ταξίδια μας στις φτερούγες των κύκνων.

Όλοι εμείς, οι σιωπηλοί ακροβάτες μιας υπόσχεσης μάταιης.

Όλοι εμείς, που παραπλανήσαμε τους ανέμους,
που ξελογιάσαμε τις ελπίδες.

Όλοι εμείς, που ερωτευθήκαμε ό,τι μας αφάνιζε.

Όλοι εμείς οι αφρούρητοι, που δεν είχαμε ποτέ ένα
άλλοθι για τα λάθη μας.

Όλοι εμείς οι αντιρρησίες της παρηγοριάς.

Όλοι εμείς, είμαστε μπάσταρδα του Θεού.

Ακόμα κι αν φοβήθηκε να μας αναγνωρίσει,
ένα είναι το σίγουρο.
Μας έχει αδυναμία.
Να το ξέρετε.

Αλκυόνη Παπαδάκη

9.8.10

Kράτα γερά



«Αυτά άστα γι’ αργότερα» της είπε πικρά.

«Πάντοτε όμως κράτα και κάτι για τον εαυτό σου. Στην εκκλησία βάλε κάποιους με πολύ προσοχή, στο ιερό μη βάζεις κανέναν.

Κανέναν. Μ’ ακούς;

Θα σε πληγώσουν. Θα σε κρεμάσουν. Θα σε κόψουν φέτες. Θα σε κάνουν με τα κρεμμυδάκια. Η αγάπη γίνεται πιο δυνατή, όταν έχει περιορισμούς. Αυτό να το θυμάσαι».

Πάνος Σταθόγιαννης

20.7.10

Αντικατοπτρισμοί



Έξω ραπάρουν πιτσιρικάδες.

"Μαλακισμένα", λες.

Ίσως και να ’χεις δίκιο. Ίσως και να μην έχεις. Μην κλαις.

Οι πορφυρές γυναίκες λέγονται όλες "Ρόζα". Πεθαίνουν σε Γερμανίες προκατακλυσμιαίες. Ενώ αυτό το βαλκανικό απεριτίφ στο σπίτι μας το λέμε άλλοτε ρακή κι άλοτε βυζί. Διότι ενδημεί εντός μας κάποιος Μελέαγρος.

Έζησε ρωμαίικα στον Αίμο του διαδικτύου σου. Κομψός πάντα και μπροστά του φράγματα μεγάλων ποταμών. Υδροβιότοποι με σαλαμάντρες και κρύσταλλα. Απ όλες τις παρθένες της Λορένης τον αγάπησαν εκείνες που κρατούσαν από σόι πομάκικο. Έχεζαν πίσω από φουντωμένες βατομουριές. Σκουπίζονταν με φύλλα μολόχας. Μετά φορούσαν γυαλιά και συνεντευξιάζονταν σε κανάλια σοβαρότατα.

Τώρα προσγειώνονται σαϊτεμένες σε στούντιο της Μεσογείων. Εκλιπαρούν την έμπνευση. Στο κρεβάτι χύνουν αμέσως. Όπως γυρίζουν στο άλλο πλευρό να κοιμηθούν τραβώντας βίαια το πάπλωμα, ο αέρας μυρίζει τζάκι αναμμένο κι όλα τα Παρίσια της οικουμένης μου γίνονται Φιλιππούπολη.

Πάνος Σταθόγιαννης

18.7.10

Η πραγματικότητα δεν υπάρχει



Μιλάει στον πληθυντικό. Ύστερα από τέτοιους ενικούς των ματιών. Της ψυχής, των κορμιών. Υστερα από τέτοιο ξεγύμνωμα ζωής, ένα παλτό. Του Γκόγκολ. Θα πάρετε κάτι; Το αριστερό χέρι ελαφρά λυγισμένο πίσω απ' την πλάτη, χορογραφία επιμελώς δουλεμένη. Πιστοποιημένη ευγένεια. Με τίτλο σπουδών. Τα δάκτυλα είναι σφιγμένα σε μπουνιά. Μικρά δάκτυλα· σαν παιδικές μελωδίες. Το γλυπτό του αγκώνα πανίσχυρο. Τι μπίρα;
Αν αφαιρέσεις τα μαλλιά, το πρόσωπο θυμίζει μάσκα. Αρχαία. Μια ηρωίδα του Αισχύλου σε κατ' οίκον περιορισμό. Δεν με γνωρίζει. Θέλετε τοστ; Οχι. Εσένα ήθελα. Εχω ταλέντο στις τραγωδίες. Θυμάσαι;

Καθώς απομακρύνεται, σηκώνεται λίγο κύμα. Η μια πλευρά της χοροπηδάει, η άλλη πλέει. Μισός κύκνος, μισός βάτραχος. Μπορώ να μιλήσω και στη γλώσσα της: βρεκεκέξ κουάξ κουάξ. Στο μαγαζί μπαίνει η θάλασσα. Των θαυμάτων που δεν συντελέστηκαν. Διακινδυνεύω την αρτιμέλειά μου περιμένοντας να μεταμορφωθεί. Αδικα. Η σύνταξη στην αγάπη ήταν πάντα αναπηρική.

Στην ταινία του Βέντερς, όταν οι επιζήσαντες αγκαλιάζονται, τους πυροβολούν. Ο φακός μιας σούπερ οκτώ κάνει ζουμ, προσπαθεί να κινηματογραφήσει τον θάνατο. Είμαι κατηγορηματικά εναντίον του, δήλωσε ο Γούντι Αλεν. Το κακό είναι ότι αυτός είναι φανατικά υπέρ μας. Κυνηγάει κάθε μας βήμα, κρύβεται πίσω από κάθε μας φιλί. Ο έρωτας δεν είναι το αντίθετο του θανάτου. Είναι όμως το συνώνυμο της ομορφιάς. Οταν την παίρνουμε στα γόνατά μας, χοροπηδάει.

Πώς σκοτώνει κανείς τον θάνατο; Δεν ξέρω. Ειλικρινά. Ξέρω όμως πώς τον δημιουργεί: Εύχομαι κάθε επιτυχία. Νεράκι;

Είναι αόρατο το νήμα που δένει τις ζωές των ανθρώπων. Απροσδιόριστο. Τις κρατάει μαζί για όσο καιρό πιστεύει ότι αξίζουν. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Μετά όμως, κάτι υπάρχει να μένει. Αυτό που τάχτηκε απ' τον χρόνο να παίξει την κορυφαία σκηνή. Αυτό που θα συνεχίσει να αναπνέει κάτω απ' τα τελευταία ερείπια. Εκεί που σμίγουν οι καιροί. Δεν το άφησε. Το ψαλίδισε στα γυρίσματα. Ληστεία της μνήμης. Κλοπή.

Αν δεν παίξω, θα τρελαθώ. Το έργο ήμουν εγώ. Τα γεγονότα συνέβησαν. Εξακολουθούν. Είναι ο μοναδικός τρόπος να αποδείξουν ότι πράγματι υπήρξαν.

ΤΟ καφέ είναι σχεδόν γεμάτο, ανάμεσα στα τραπέζια ελίσσονται οι κροκόδειλοι. Απ' τα τεράστια στόματά τους στάζουν όλες οι σαλιωμένες σοφίες της Γης. Συζητά, συμμετέχει, αστειεύεται. Κινείται: σαν να πετά. Θεσπίζει τη θλίψη. Ο δίσκος στο χέρι της κάνει το δικό του παιχνίδι. Πέφτει. Με συγχωρείτε. Η ζωή έχει άλλη εντύπωση.

Από το όνομά της λείπουν γράμματα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Το ένα άλφα το κρατάω εγώ. Το πρώτο του αλφαβήτου. Το άλλο εκείνη. Αυτό του τέλους, της γραμματικής κατάληξης.

Η πραγματικότητα δεν υπάρχει. Δημιουργώ άλλη, παράπλευρη. Εγώ: ένας ένοχος αθωότητας. Αυτή: κάποια που δεν ήθελε να είναι. Μια βασίλισσα χωρίς θρόνο.

Φοράει μαύρα. Τα δικά μου μαύρα είναι πιο μαύρα. Με το πένθος δεν παίζει κανείς.

Θα προτιμούσα να σας αγκαλιάσω. Πληθυντικός αριθμός. Να ζήσουμε στο μέλλον. Θέλετε κάτι ακόμα; Οχι. Δεν έχω άλλο στήθος.

Σταύρος Σταυρόπουλος

30.6.10

Tα όνειρα καπνίζουν....



Μια βραδιά κοιμάται κι ασημίζει
Του φεγγαριού τα πάρκα
Βαριά όνειρα καπνίζει
Βουβός άνεμος θυμίζει
Παραμύθια ατέλειωτα
Και τα όνειρα καπνίζουν
-ένα τρένο που σφυρίζει-

Θαύματα κι οράματα
Το λιβάνι τους μυρίζει
Και φώτα αχαλίνωτα

Βιαστικός άγγελος δανείζει
Φτερά σε ερπετά.

8.6.10

Γυναικών μελάνι...



Διαβάζει ένα βιβλίο προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι. Και τι σώματι! Flocafe Aμαρουσίου εννέα και μισή το πρωί. Κάθε τόσο κάνει μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι κάποιο μυγάκι που την ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα αφού,δεν μπορεί, θα ’χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω της ερωτηματικό, αυμαστικό, αποσιωπητικό.

Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και μιλάει ρώσικα, χειρονομώντας, σαν να τα γράφει στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς της. Εύχομαι ποτέ να μην τελειώσει, μα κάποτε τελειώνει.

Ξαφνικά σηκώνει το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους της και το κλείνει απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει μετά προσεκτικά, φυσάει τη σελίδα και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάω χαζά.

– Πούσκιν; τη ρωτάω.
– Πούσκιν, μου απαντάει.
– Ρωσίδα; της κάνω.
– Ουκρανή, διορθώνει.

Πουτάνα, σκέφτομαι.

– Όχι・ ποιήτρια, μου λέει.

Και ξανακάνει την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζε τις σκέψεις μου.

(απόσπασμα από το βιβλίο του Μιχάλη Γκανά, "Διαβάζει ένα βιβλίο", 2010)

23.5.10

Ο ήχος των ανθρώπινων ζωών



Παράξενη ζεστασιά, ζεστά και κρύα θηλυκά,
είμαι καλός στον έρωτα, όμως ο έρωτας δεν είναι μόνο
σεξ. οι περισσότερες γυναίκες που έχω γνωρίσει
είναι φιλόδοξες, κι εμένα μου αρέσει να τεμπελιάζω σε
μεγάλα αναπαυτικά μαξιλάρια στις 3
το απόγευμα, μου αρέσει να χαζεύω τον ήλιο
ανάμεσα απʼ τα φύλλα κάποιου δένδρου
καθώς ο κόσμος εκεί έξω κρατιέται
μακριά μου, το ξέρω πολύ καλά, όλες αυτές οι
βρόμικες σελίδες, και μου αρέσει να τεμπελιάζω
με την κοιλιά μου προς το ταβάνι αφού κάνουμε έρωτα
όλα να ρέουν προς τα μέσα:
είναι τόσο εύκολο να είσαι χαλαρός – αρκεί να το αφήσεις να συμβεί,
μόνο αυτό χρειάζεται.
αλλά το θηλυκό είναι παράξενο, είναι πολύ
φιλόδοξο – να πάρει! δεν μπορώ να κοιμάμαι όλη τη μέρα!
το μόνο που κάνουμε είναι να τρώμε! να κάνουμε έρωτα! να κοιμόμαστε! να τρώμε! να κάνουμε έρωτα!

αγαπητή μου, λέω, υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω αυτή τη στιγμή
που μαζεύουν τομάτες, μαρούλια, ακόμα και βαμβάκι,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν κάτω απʼ τον ήλιο,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν σε εργοστάσια
για το τίποτα, για πενταροδεκάρες
μπορώ να ακούσω τον ήχο των ανθρώπινων ζωών να θρυμματίζονται…
δεν ξέρεις πόσο τυχεροί
είμαστε…

όμως εσύ τα κατάφερες, μου λέει,
τα ποιήματά σου…

η αγάπη μου σηκώνεται από το κρεβάτι.
την ακούω στο διπλανό δωμάτιο.
η γραφομηχανή δουλεύει.

δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η προσπάθεια και η
ενέργεια
έχουν καμία σχέση
με τη δημιουργία.

υπόθέτω ότι σε θέματα όπως η πολιτική, η ιατρική,
η ιστορία και η θρησκεία
κάνουν επίσης
λάθος.

γυρίζω την κοιλιά μου από την άλλη μεριά και κοιμάμαι
με τον πισινό μου προς το ταβάνι έτσι για αλλαγή.


Charles Bukowski

14.5.10

Σαν νυχτολούλουδο μες στα τσιμέντα...



… Αναζητώ την υπηρέτρια σε όλο το δεύτερο όροφο. Την πετυχαίνω ανεβασμένη σε μια σκαλίτσα να ξεσκονίζει τα πάνω ράφια της βιβλιοθήκης μου.

«Βιργινία», της λέω, «ίσως θα ήταν καλύτερα να κατέβεις κάτω και να δόσεις ένας χεράκι… Πριν λίγο πέθανε ο πατέρας μου και κάτω γίνεται χαμός από κόσμο…»

Με κοιτάζει εμβρόντητη.

«Πότε έγινε αυτό;»

Το θυσανωτό ξεσκονόπανο αιωρείται αναποφάσιστο απάνω από τα ράφια με την αγγλική έκδοση της εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα.

Φοβάμαι ότι μπορεί να της έρθει ταμπλάς, να πέσει από τη σκάλα και να σπάσει κανένα χέρι ή κανένα πόδι. Γι’ αυτό και πηγαίνω κοντά να της κρατήσω τη σκάλα και να την πιάσω, σε περίπτωση πτώσης. Υψώνοντας το βλέμμα μου προς το μέρος της, θέλοντας και μη, βλέπω και κάτω από τη φούστα της. Αν και βρίσκομαι σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής φόρτισης, νιώθω ένα τεράστιο κύμα ορμονών να σπάει τους υδατοφράκτες και να με κατακλύζει, προκαλώντας μου μια διέγερση άνευ προηγουμένου. Απλώνω το χέρι μου και την αγγίζω στη διχάλα, ψηλά, των ποδιών της.

Εκείνη με κοιτάζει με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη κι ύστερα χαμογελάει, σαν να καταλαβαίνει τι μου συμβαίνει.

«Καημενούλη μου…» λέει τρυφερά. «Ορφανό μου παιδάκι… Πέρασες πολλά σήμερα και πρέπει να χαλαρώσεις. Ασ’ το σ’ εμένα αυτό…»

Κατεβαίνει από τη σκάλα, κλειδώνει την πόρτα του γραφείου από μέσα και με πλησιάζει.

«Έχω διαβάσει κάπου ότι το καλύτερο γιατρικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις, για να μπορέσει κανείς να αποφορτιστεί και να γαληνέψει, είναι ο έρωτας», χαμογελάει με το γνώριμο τρόπο της και με πλησιάζει. «Στα γρήγορα. Χωρίς καθόλου προκαταρκτικά…»

Γδύνεται με πυρετώδεις κινήσεις.

«Ξάπλωσε», σχεδόν με διατάζει. «Στο πάτωμα… Θα δεις ότι θα σου αρέσει καλύτερα εκεί. Μη φοβάσαι, είναι καθαρά, πριν από λίγο πέρασα το παρκέ με κερί και το γυάλισα…»
Ξαπλώνω. Το στήθος της (χαλαρωμένο, νερουλό, παρά το νεαρόν της ηλικίας της) ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά, καθώς χοροπηδάει πάνω μου. Ώρα πολλή, χωρίς να αλλάζει στάση, πέφτοντας στο στέρνο μου περίπου ανά πεντάλεπτο, για να σπαρταρήσει από τους απανωτούς οργασμούς.

Τις προηγούμενες φορές που είχαμε συνευρεθεί, της άρεσε πολύ (σχεδόν μου το επέβαλλε) να δοκιμάζουμε εξωφρενικές και συχνά επώδυνες στάσεις. Αλλά ετούτη τη φορά δε με αφήνει να κάνω τίποτα – ούτε καν να κουνηθώ. Τα κάνει όλα εκείνη. Εγώ πρέπει απλώς να χαλαρώσω και να την αφήσω να βγάλει γραμμάριο το γραμμάριο όλο το συναισθηματικό φορτίο από μέσα μου.

Αλλά ο κύριος λόγος που δεν κάνω τίποτα (καταγράφοντας και αναλύοντας σιωπηλά τις κινήσεις, τα πρόστυχα λόγια, τους αναστεναγμούς και τα ουρλιαχτά της) είναι για να διαπιστώσω το κατά πόσον υπάρχει πραγματικά. Το κατά πόσον υπάρχει αυτό το σπίτι, αυτό το βαρύ, σκαλιστό γραφείο από μαόνι, αυτή η τεράστια βιβλιοθήκη με τους χιλιάδες δερματόδετους τόμους, ο αγαπημένος μου πίνακας του Σωτήρη Σόρογκα στον τοίχο…

Περνάνε ώρες, μέρες (ίσως και μήνες) με τη Βιργινία πάνω μου να καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες να με οδηγήσει σε οργασμό. Κι εμένα ανάσκελα στο παρκέ, να μην μπορώ να τελειώσω με τίποτα. Αιτία αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός ότι αμφισβητώ την ύπαρξή της.

Κόσμος ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, ακούγονται ήχοι επίπλων που μετακινούνται, κουζινικών που συγκρούονται μεταξύ τους, νερών που τρέχουν από βρύσες ή καζανάκια, διαπληκτισμοί. Κατά διαστήματα κάποιοι δοκιμάζουν ανεπιτυχώς να παραβιάσουν την πόρτα του γραφείου μου.

Η Βιργινία δε φαίνεται να ανησυχεί από την επ’ αόριστον παράταση αυτής της κατ’ ευφημισμόν συνουσίας. Σ’ αυτό το κορίτσι δώστου να έχει κάτι ανάμεσα στα σκέλια του και θα ξεχάσει ακόμα και το ότι οι άνθρωποι πρέπει να πιουν νερό, πρέπει να τραφούν, πρέπει να κοιμηθούν. Εγώ, αντιθέτως, αισθάνομαι ως απεργός πείνας.

Το άσχημο είναι ότι, εξ αιτίας αυτής της χρονοβόρας διαδικασίας, χάνω την κηδεία του πατέρα μου. Ελπίζω ότι (το πνεύμα του) θα με καταλάβει και θα με συγχωρέσει, αλλά σκέφτομαι τη μητέρα μου και τον κόσμο. Το σούσουρο, τις υποθέσεις, τις χαμηλόφωνες κουβέντες, τα κουτσομπολιά που θα έδωσαν και θα πήραν...

Σκέφτομαι ακόμα ότι, αν συνεχίσουμε έτσι, στο τέλος δε θα αντέξω. Υπολογίζω ότι ήδη έχω χάσει πάνω από είκοσι κιλά, ενώ η αφυδάτωση έχει μετατρέψει το δέρμα μου σε ξερό αιγυπτιακό πάπυρο, έτοιμο να τριφτεί και να γίνει σκόνη. Αλλά προσπαθώ να δω τα πράγματα από τη θετική τους πλευρά. Για παράδειγμα, λέω από μέσα μου ότι έπρεπε να χάσω κάμποσα κιλάκια. Εκτός αυτού, η νηστεία σε φέρνει πιο κοντά στο Θεό και στην αλήθεια. Δεν μπορεί – κάτι θα ξέρουν οι ασκητές και οι ερημίτες για να εφαρμόζουν χιλιάδες χρόνια τώρα αυτή τη μέθοδο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.

Καταλαβαίνω την αλληλοδιαδοχή της ημέρας με τη νύχτα από το φως (ή την απουσία του) στο παράθυρο του γραφείου μου, πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες. Κάποια στιγμή (απογευματάκι θα πρέπει να είναι), από την απίθανη σιγαλιά που επικρατεί στον έξω κόσμο, συνειδητοποιώ ότι χιονίζει. Θέλω να σηκωθώ από το πάτωμα και να χαρώ, έστω οπτικά, αυτό το λευκό θαύμα που σκεπάζει τον κήπο μου, αλλά δεν μπορώ. Δεν μου έχουν απομείνει καθόλου δυνάμεις. Η Βιργινία συνεχίζει ακάθεκτη να "βολοδέρνει" πάνω στο σκέλεθρό μου. Αδύνατον να της ξεφύγω.

Παύω να σκέφτομαι. Απ’ όλες μου τις αισθήσεις μονάχα η ακοή λειτουργεί κάπως ικανοποιητικά. Τα βράδια, από ένα λαϊκό κέντρο διασκέδασης απέναντι (παλιότερα δεν υπήρχε, τώρα τελευταία θα πρέπει να άνοιξε), ακούω τα καινούργια τραγούδια της χειμερινής σεζόν. Ειδικά ένα, που έξω θα πρέπει να έχει γίνει μεγάλο σουξέ, γιατί επαναλαμβάνεται κάμποσες φορές κάθε βράδυ. Δεν ξέρω ποιος το λέει ούτε ποιος είναι ο συνθέτης, αλλά μου κολλάει στο μυαλό. Το επαναλαμβάνω κι εγώ από μέσα μου, σαν ξόρκι.
Έτσι ετοιμάζομαι να εγκαταλείψω τα εγκόσμια, με μια μητρομανή καρφωμένη πάνω στο μόριό μου κι ένα τραγούδι του συρμού καρφωμένο στο μυαλό μου – "Μύριζες όμορφα σαν άγρια μέντα / σαν νυχτολούλουδο μες στα τσιμέντα…"

Λένε ότι, όταν κάποιος βρίσκεται στα τελευταία του, έχει διάφορες παραισθήσεις. Σε αυτές αποδίδω και το γεγονός ότι μυρουδιές νυχτολούλουδου και άγριας μέντας πλημμυρίζουν τα πνευμόνια μου. Πρέπει να είναι παραίσθηση, γιατί εδώ και πολύν καιρό η αίσθηση της οσμής με έχει εγκαταλείψει. Κάτι σοβαρό πρέπει να συμβαίνει, γιατί η Βιργινία σταματάει τις παλινδρομικές της κινήσεις. Τινάζεται όρθια και ντύνεται γρήγορα. Το ίδιο βιαστικά ντύνει κι εμένα. Με σηκώνει στα χέρια της και με βάζει να καθίσω πίσω από το γραφείο μου. Μου δείχνει πανικόβλητη την πόρτα. Πάλι δεν καταλαβαίνω. Πιάνει ένα φύλλο χαρτί και γράφει: "Πίσω από την πόρτα είναι η δεσποινίς Κατερίνα.

Την κατάλαβα από τον τρόπο που χτύπησε. Τι να κάνω;"

«Άνοιξέ της!»

Δεν ξέρω αν το είπα αυτό ή το διάβασε μόνη της στα θολά μου μάτια. Ανοίγει την πόρτα, καλησπερίζει την αγαπημένη μου με σεβασμό και ανεβαίνει στη μικρή αλουμινένια σκαλίτσα για να συνεχίσει το ξεσκόνισμα της βιβλιοθήκης.

Η αγαπημένη μου μπαίνει μέσα. Φοράει ένα απλό ανοιξιάτικο λινό φόρεμα, χρώματος ουρανί, και μεγάλα ασημένια σκουλαρίκια-χαλκάδες. Τα μαλλιά της είναι χτενισμένα προς τα πίσω. Αφήνει την τσάντα που κρατάει πάνω στο γραφείο μου και σκύβει να με φιλήσει.

«Τι κάνεις κλειδωμένος ολομόναχος εδώ μέσα; Άνοιξε τουλάχιστον τα παράθυρα. Έξω είναι χαρά Θεού…»

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Αφήστε και λίγο γλυκό για μας, κύριε Κάφκα!...", εκδόσεις Κέδρος, 2004.)