23.6.09

Lollipop



Aφιερωμένο...

Σε θέλω...


Σε θέλω, όπως η βροχή τη γη όταν διψάει. Όπως ο ήλιος την ανατολή. Όπως το σκοτάδι το φως.
Σε θέλω κι ας είσαι κάπου αλλού. Σαν τα πουλιά που αγαπούν την άνοιξη και ψάχνουν να τη βρούνε. Όπως το κύμα θέλει τη στεριά. Όπως η παγωνιά αναζητά τη ζεστασιά.
Σε θέλω δίχως να σου ζητώ τίποτα. Κάθε μέρα όλο και πιο πολύ...

17.6.09

Νύχτα πόθων


Είναι όταν ξυπνούν το σώμα λόγια που δεν λέει το στόμα, λόγια όνειρα που μας φωνάζουν, μας γυρεύουν, μας μοιράζουν, όνειρα. Δεν είναι χάδι ούτε φιλί, καρδιά μου, του πόθου η πρώτη αφορμή κρυφάγγιγμα είναι ξένο, ψέμα στα δυο κομμένο, λέξη παλιά κι αμαρτωλή...
Όνειρα τις νύχτες σε φωνάζουν σε ψάχνουν σε μοιράζουν όνειρα πόθοι π' αφήνουνε σημάδια φωνές μες στα σκοτάδια. Είναι όταν ξυπνούν το σώμα λόγια που δεν λέει το στόμα, λόγια όνειρα που μας φωνάζουν, μας γυρεύουν, μας μοιράζουν, όνειρα.
Δεν είναι βλέμμα σκοτεινό καρδιά μου απο της νύχτας τον βυθό, μια ανάσα που θυμώνει σφυγμός, που δυναμώνει της ζήλια αναφιλητό.
Όνειρα τις νύχτες σε φωνάζουν σε ψάχνουν σε μοιράζουν όνειρα πόθοι π' αφήνουνε σημάδια φωνές μες στα σκοτάδια...

15.6.09

Μικρό μου γιασεμί


Μικρό μου γιασεμί μπράτσα θα σου χαρίσω. Tις νύχτες αγκαλιά να ‘χεις κλαριά να κρύβεσαι. Σαν αργαλειού μια σαϊτιά, καυτό αγέρι θα μαι. Xαλί το σώμα κάνε, στο χρόνο δρασκελιά.

Aπ’ του λαιμού το δέρμα ανασαιμιά και γέρμα…

Μικρό μου γιασεμί, χείλη θα σου χαρίσω να στάζουν δειλινά. Nα ‘χεις φιλιά να πνίγεσαι. Ποτάμι κέρασμα κυλά...

Στου στήθους σου τα κοίλα, λίκνο κι ανατριχίλα, ριγιά, λιγοθυμιά. Σαν αμαρτία θύτες, του ποταμού σου οι κοίτες…

13.6.09

Και τώρα κορμί μου...



Και τώρα κορμί μου
μεταξύ μας...

θα σου γνωρίσω
την προσέγγιση του απείρου.

Από τα βάθη σου
ξεκινούν οι ορίζοντες.

Και οι φωτιές ανάβουν
τη στιγμή της αυτογνωσίας σου.

Τώρα θα σου απονείμω
τις τιμές που σου ανήκουν.

Υφασμένο από άγνωστο ποιητή...

11.6.09

Το ριζικό της επιθυμίας


Στην αρχή ήταν η γκάβλα κι ήτανε τόσο μεγάλη, που πύρωνε τον ήλιο στο μέσο του ουρανού κι έπειτα τον κοκκίνιζε κι άπλωνε τη νύχτα. Και μέσα στη νύχτα φούσκωνε τους αγέρηδες και τους ξαμολούσε έξαλλους.
Ετούτη η γκάβλα ήτανε που άφριζε τα κύματα της θαλάσσης κι έφτιαχνε τις νεροποντές και τους στροβίλους. Αυτή η γκάβλα άνθιζε τα λουλούδια και γέμιζε με φαρμάκι τα ούλα των φιδιών.
Αυτή η γκάβλα ήταν που μια νύχτα έκανε κάποιαν να σταθεί στη ρίζα μιας λεμονιάς και να καρφώσει ένα μαχαίρι στην καρδιά της. Και το άγριο αίμα της γκαβλωμένης έτρεξε στη ρίζα του δέντρου. Και πέθαινε και σπαρτάραγε το μουνί της από τη γλύκα. Και σε λίγες μέρες πρωτοκάρπισαν τα μελένια λεμόνια.
Ήταν κάτι λεμόνια όμοια με τα υπόλοιπα• έτσι όπως τα έβλεπες πάνω στο κλαδί του δέντρου, δεν μπορούσες να πεις ποια είναι ποια.
Όμως μόλις τα τρύπαγες έσταζαν από μέσα τους ένα διάφανο παχύρρευστο μέλι. Ήτανε όμως τόσο γλυκό, που, σαν το δοκίμαζες, το μέλι από τα μελίσσια σού φαινόταν αλατόνερο.
Κι όποιος το έβαζε στη γλώσσα του εκείνο το μέλι των λεμονιών φαρμακωνόταν τόσο από τη γλύκα, που για μέρες ολόκληρες έχανε το λογικό του και φρένιαζε από την γκάβλα.
Κι όποτε οι άνθρωποι έβλεπαν κίτρινα λεμόνια πάνω στο δέντρο, ορμούσαν και τα κόβανε και τα τρυπούσαν. Κι έσταζαν το τρομερό μέλι πάνω στις γλώσσες τους.
Και τότε ελευθερώνονταν και βγαίνανε στους λόφους και σμίγανε αναμεταξύ τους.
Και τις μέρες των μελένιων λεμονιών δεν είχανε Θεούς και βασιλιάδες.
Ώσπου κάποτε πειράχτηκε ο Θεός, που οι άνθρωποι δεν τον υπολόγιζαν για τούτα τα μελένια λεμόνια. Κι έστειλε τον άγγελό του να κόψει την λεμονιά που τα κάρπιζε.
Για να δείξει στους ανθρώπους πως ήταν δικοί του.
Και μόλις ο άγγελος του Θεού πελέκησε εκείνη τη γλυκολεμονιά, έπαψαν οι άνθρωποι να βρίσκουνε μελένια λεμόνια. Και γυρνούσαν σε άλλες λεμονιές και κόβανε σαν τρελοί τα λεμόνια και τα δοκίμαζαν – μα όλα πια ήταν μάταια.
Και τότε άρχισαν κάποιοι να λένε: η γκάβλα είναι αμαρτία. Κι ακόμη: ο Θεός μάς τιμώρησε για την αχαλίνωτη γκάβλα μας.
Κι οι ιερείς του Θεού είπανε πως ο κόσμος έπρεπε να μετανοήσει. Και κοντά σε αυτούς, κάποιοι άλλοι είπανε πως δεν γίνεται ζωή δίχως αφεντικά.
Κι ο κόσμος σιγά σιγά τα πίστεψε όλα αυτά. Τα μελένια λεμόνια απόμειναν κάτι σαν παλιά δήγηση, κάτι σαν ψέμα που λέμε για να γλυκάνουμε τον ύπνο μας.

Του θανάση Τριαρίδη


συνεχίζεται...